Γ΄ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
Ο άγιος Άνθιμος ήταν επίσκοπος της πόλεως Νικομηδείας της Βιθυνίας, όταν ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός διέταξε την νύκτα των Χριστουγέννων να πυρποληθεί ο ναός των χριστιανών, μέσα στον οποίο βρισκόταν είκοσι χιλιάδες πιστοί, ο άγιος επίσκοπος τελούσε ιερά αγρυπνία. Ενθάρρυνε τους χριστιανούς, τους υπενθύμισε τους τρεις παίδες εν τη καμίνω, βάπτισε τους κατηχουμένους και τους κοινώνησε όλους των αχράντων μυστηρίων. Κατά θεία οικονομία ο Άνθιμος διαφυλάχτηκε αβλαβής από την πυρκαγιά και αναχώρησε σε κάποια κωμόπολη.
Συνελήφθη όμως και οδηγήθηκε ενώπιον του αυτοκράτορος ο οποίος τον ανέκρινε έχοντας μπροστά του τα όργανα της τιμωρίας. Ο Άνθιμος άφοβος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και με πολλή ιλαρότητα δέχθηκε τις τιμωρίες. Του τρύπησαν τους αστραγάλους με πυρακτωμένες πιρούνες, τον ξάπλωσαν γυμνό επάνω σε έδαφος με όστρακα και τον ράβδισαν σκληρά. Κατόπιν του φόρεσαν χάλκινα πυρακτωμένα υποδήματα και τον εξανάγκαζαν να περπατά.
Κατά την οδυνηρή αυτή δοκιμασία ακούσθηκε θεία φωνή που τον ενίσχυε υποσχόμενη ουράνια βραβεία. Ένα χαριέστατο χαμόγελο διαγράφηκε τότε στο πρόσωπό του. Για να κάμψει την ανδρεία του ο τύρανος πρόσταξε να τον δέσουν σε τροχό συστρεφόμενο συνεχώς και να κατακαίουν με λαμπάδες τις διαλυόμενες σάρκες του. Όταν ο Μαξιμιανός είδε τον Άνθιμο να εξέρχεται αβλαβής από τον τροχό, διέρρηξε την αλουργίδα του. Ο άγιος του προφήτευσε ότι γρήγορα θα χάσει την βασιλεία του και ο Μαξιμιανός διέταξε να τον αποκεφαλίσουν.
Λέγεται ότι μετά την αποτομή η τίμια κάρα του βλάστησε θαυματουργικά τρίχες. Σήμερα φυλάσσεται στην ιερά μονή Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος.
Ο όσιος Θεόκτιστος, από πολύ μικρής ηλικίας αγάπησε το Θεό, άφησε πατρίδα και συγγενείς και πήγε στους Αγίους Τόπους. Από εκεί αναχώρησε στην έρημο. Όταν έφτασε στη Λαύρα του οσίου Χαρίτωνος (28 Σεπτ) έμεινε σε αναχωρητικό κελί έξω από τη Λαύρα αγωνιζόμενος εναντίον των παθών και δαιμόνων.
Την ίδια εποχή και ο Μέγας Ευθύμιος (20 Ιαν), άφησε την πατρίδα του και ήλθε και αυτός να ασκητέψει στην Φαράν. Ο κοινός τους έρωτας για αγώνα και προσευχή σύντομα τους ένωσε αφού είχαν το ίδιο φρόνημα και τον ίδιο τρόπο ζωής. Ήταν σαν μία ψυχή σε δύο σώματα.
Με αυτόν τον κοινό πόθο, αναχωρούσαν κάθε χρόνο μετά την απόδοση της εορτής των Θεοφανείων, στην πανέρημο του Κουτιλά, στην Νεκρά Θάλασσα. Εκεί έμεναν ως την εορτή των Βαῒων, καταπονώντας το σώμα τους με σκληρή άσκηση.
Εκεί οδηγούμενοι από το Θεό έφτασαν σε έναν δύσβατο χείμαρρο όπου εκεί με μεγάλη χαρά εγκαταστάθηκαν κάνοντάς τον τόπο ακραίας άσκησης, τρεφόμενοι μόνο με άγρια χόρτα της περιοχής.
Μετά από λίγο καιρό ο Θεός τους φανέρωσε σε ποιμένες της περιοχής και σύντομα πολλοί ήταν αυτοί που ελκόμενοι από την φήμη τους προσέτρεχαν να ζήσουν κοντά τους. Επειδή ο Ευθύμιος επιθυμούσε την μόνωση και την ησυχία τους παρέπεμπε στον Θεόκτιστο, ο οποίος που δεν γνώριζε παρακοή τους δεχόταν αλλά σε όλα ενεργούσε σύμφωνα με τη γνώμη του Μεγάλου Ευθυμίου.
Σιγά-σιγά αυτός ο αναχωρητικός τόπος έγινε κοινόβιο με εκκλησία το σπήλαιο και προεστώτα τον Θεόκτιστο.
Όταν ο Ευθύμιος συμπλήρωσε ενενήντα χρόνια ζωής, ο Θεόκτιστος αρρώστησε βαριά. Ο συνασκητής του, τον επισκέφθηκε στην Λαύρα του και παρέμεινε κοντά του μέχρι την κοίμησή του. Εκοιμήθη στις 3 Σεπτεμβρίου 468 και κηδεύθηκε από τον όσιο Ευθύμιο και τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Αναστάσιο Α΄.
Βλέποντας το θάρρος της μικρής χριστιανής, ο αμετανόητος ηγεμών διέταξε να της τρυπήσουν τους αστραγάλους, από τις τρύπες πέρασε μια αλυσίδα με την οποία την κρέμασαν ανάποδα, ενώ από κάτω την κάπνιζαν με καπνό θείου, πίσσας και ασφάλτου. Και απ' αυτό το μαρτύριο η αγία διαφυλάχηκε σώα προστατευμένη από τη Θεία Χάρη. Στη συνέχεια οι δήμιοι την έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο δίχως αυτή να την βλάψει και τέλος σε λιοντάρια τα οποία αρνήθηκαν να την αγγίξουν.
Θαυμάζοντας τα παράδοξα σημεία ο Αλέξανδρος κατανύχθηκε και ζήτησε από την αγία να τον συγχωρήσει. Βαπτίστηκε από τον επίσκοπο Νικομηδείας και μετά από λίγο παρέδωσε την ψυχή του εν ειρήνη. Η Βασίλισσα εξήλθε λίγο έξω από την πόλη για να προσευχηθεί. Η πέτρα πάνω στην οποία στάθηκε ανέβλυσε νερό, από το οποίο ήπιε δοξολογώντας τον Θεό. Έπειτα ζήτησε από τον Κύριο να απέλθει προς Αυτόν και παρέδωσε εν ειρήνη το πνεύμα της.
Πρόκειται πιθανόν περί του Ηρακλέιου νέου Κωνσταντίνου, γνωστού ως Κωνσταντίνου Γ΄ (641), πρωτότοκου υιού του βασιλέως Ηρακλείου (610-641) από την πρώτη σύζυγό του Ευδοκία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του συμβασίλεψε με το ετεροθαλή αδελφό του Ηρακλεωνά. Πέθανε στις 25 Μαΐου 641 δηλητηριασμένος από την μητριά του Μαρτίνα και τον αιρετικό πατριάρχη Πύρρο. Βασίλεψε με ευλάβεια και πίστη στον Θεό.
Άλλοι ιστορικοί λένε πως πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Δ΄Πωγωνάτο (668-685) ο οποίος απώθησε την αραβική εισβολή και συνεκάλεσε την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (680) στην Κωνσταντινούπολη κατά των μονοθελητών.
Ο άγιος Πολύδωρος γεννήθηκε στην Λευκωσία από ευσεβείς γονείς. Όταν ανδρώθηκε άφησε την πατρίδα του και ταξίδεψε στην Αίγυπτο όπου εκεί ασχολήθηκε με το επάγγελμα του πραγματευτού.
Μια μέρα καθώς διασκέδαζε με μουσουλμάνους μέθυσε και αρνήθηκε την πίστη του κάνοντας περιτομή. Μόλις συνήλθε από την μέθη, τυπτόμενος από την συνείδησή του, μετέβη στην Βηρυτό όπου εξομολογήθηκε σε αρχιερέα το αμάρτημά του. Ο αρχιερέας έστειλε τον Πολύδωρο σε μοναστήρι του όρους Λιβάνου για να ησυχάσει κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Μετά το Πάσχα, ο Πολύδωρος αποφάσισε να μαρτυρήσει στον τόπο που αρνήθηκε τον Χριστό. Αναχώρησε λοιπόν για την Αίγυπτο, λόγω όμως τρικυμίας το πλοίο που επέβαινε επέπλευσε στην Χίο. Εκεί, υπακούοντας στην συμβουλή του αγίου Μακαρίου Κορίνθου του Νοταρά προετοιμάστηκε για τον μαρτυρικό αγώνα με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές.
Ύστερα από σαράντα μέρες σκληρού πνευματικού αγώνα ο πνευματικός τον έχρισε με μύρο, τον κοινώνησε και τον ευλόγησε. Χωρίς καμία αναβολή ο Πολύδωρος έφτασε στην Νέα Έφεσο όπου παρουσιάστηκε στον τούρκο κριτή ζητώντας να πάρει πίσω την πίστη του. Ο κριτής, αδιάφορος για τα θρησκευτικά θέματα, τον άφησε ελεύθερο να ζήσει όπως εκείνος επιθυμεί. Ο Πολύδωρος όμως επέμεινε να του επιστρέψει την σφραγίδα της περιτομής, ώσπου τον εξόργισε. Με την άδεια του κριτού ρίφθηκε στη φυλακή όπου όλη την νύχτα τον βασάνιζαν οι αγαρηνοί. Άλλοι έβαζαν πυρακτωμένα τούβλα στις μασχάλες του, άλλοι του φόρεσαν πυρακτωμένη περικεφαλαία και άλλοι εισήγαγαν στα απόκρυφα μέλη του σιδερένιο σύρμα.
Την επομένη τον εκφόβισαν δείχνοντάς του την αγχόνη, αλλά αυτός απάντησε ότι και αυτός την αγχόνη επιθυμεί. Λίγο πριν τον κρεμάσουν φώναξε δυνατά: «Χριστιανός, χριστιανός, χριστιανός είμαι» και παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό στις 3 Σεπτεμβρίου 1794. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή οι πρόσφυγες μετέφεραν την τίμια κάρα του στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα Αθηνών.
Γεννημένος στην Πριζρένη από ευγενείς σέρβους γονείς και προικισμένος με πολλά χαρίσματα ο άγιος Ιωαννίκιος απέσπασε νωρίς την εκτίμηση του βασιλέως Στεφάνου Δουσάν (1331-1335) ο οποίος τον προσέλαβε ως ιδιαίτερο γραμματέα του. Όταν εκοιμήθη ο αρχιεπίσκοπος των Σέρβων Δανιήλ Β΄(βλ. 20 Δεκ) η σύνοδος εξέλεξε ως διάδοχό του τον γραμματέα του βασιλέως. Επειδή ανήκε στις τάξεις των λαϊκών, ανήλθε γρήγορα όλους τους μοναχικούς και ιερατικούς βαθμούς και το 1338 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος του θρόνου του αγίου Σάββα.
Παρέμεινε στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα οκτώ χρόνια(1338-1346). Στο διάστημα αυτό εργάστηκε με ζήλο για τη σωτηρία του ποιμνίου του. Την ίδια εποχή ο Στέφανος Δουσάν με γοργό ρυθμό κατέλαβε ολόκληρη την Μακεδονία πλην της Θεσσαλονίκης και των Σερρών και το 1345 αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας Σέρβων και Ελλήνων. Παράλληλα χωρίς να ζητήσει την συγκατάθεση της Κωνσταντινουπόλεως αποφάσισε διά συνόδου να ανυψώσει την αρχιεπισκοπή Σερβίας σε πατριαρχείο και να αναγορεύσει τον Ιωαννίκιο ως πρώτο πατριάρχη Πεκίου (1346) με τίτλο «Πατριάρχης σερβικών και παραθαλασσίων επαρχιών».
Η απόφαση αυτή αρχικά δεν προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Κωνσταντινουπόλεως, όμως από τα έτη 1347-1354 επί αυτοκρατορίας Ιωάννου Καντακουζηνού καταδικάστηκε η απόφαση του τσάρου Δουσάν και ο ίδιος αφορίστηκε. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄Παλαιολόγος επιθυμώντας ειρήνη με τους ομοδόξους Σέρβους έστειλε τον Κάλλιστο στην νέα πρωτεύουσα του Σερβικού κράτους, τις Σέρρες με σκοπό να άρει το ανάθεμα, το οποίο μετά από διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες μεσολάβησε και ο θάνατος του Καλλίστου άρθηκε τελικά το 1375 υπό του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγίου Φιλοθέου (βλ. 11 Οκτ).
Ο Ιωαννίκιος το 1354 κατά την εισβολή των Ούγγρων στην Σερβία αρρώστησε και πέθανε στην Ζίτσα (καθ’ οδόν προς το πατριαρχείο). Τα τίμια λείψανά του φυλάσσονται στον πατριαρχικό ναό του Πεκίου.
Έζησε στο Ροστώφ ως ξένος χωρίς να αποκαλύψει ποτέ την καταγωγή του. Μέγας ασκητής με επικάλυμμα την σαλότητα διά την αποφυγή του ανθρώπινου επαίνου, υπέμενε τους χλευασμούς έτοιμος πάντα να δώσει ψυχοσωτήριες συμβουλές σε όσους τον πλησίαζαν.
Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 3 Σεπτεμβρίου 1581 και ενταφιάστηκε στην Εκκλησία του αγίου Βλασίου του Ροστώφ.
Υπήρξε ταλαντούχος αγιογράφος κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων. Διετέλεσε ηγούμενος της μονής Σισάτοβιτς του Σρεμ Κροατίας. Τον Απρίλιο του 1941 με την εισβολή των Γερμανών συνελήφθηκε και εστάλη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Σλαβόνσκα Πόζεγκα όπου εκτελέστηκε μαζί με άλλα αθώα θύματα του παράλογου πολέμου.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις,
Χριστέ ο Θεός, έλεήσον ημάς.
Αμήν