Την πρώτη του μηνός Σεπτεμβρίου η Εκκλησία εορτάζει την αρχή της Ινδικτίωνος δηλαδή την έναρξη του νέου εκκλησιαστικού έτους.
Επειδή ο Σεπτέμβριος είναι η εποχή συγκομιδής καρπών και προετοιμασίας για τον νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε οι χριστιανοί να εορτάζουν την αρχή της γεωργικής περιόδου αποδίδοντας ευχαριστίες στο Θεό για την εύνοιά Του προς την κτίση.
Αυτή την ημέρα ο Ιησούς Χριστός εισήλθε στην συναγωγή και ανοίγοντας το βιβλίο του Ησαΐου ανέγνωσε το χωρίο, όπου ο προφήτης ομιλεί επ’ ονόματος του Σωτήρος: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν». (Λουκ. 4,18). Ο ίδιος ο Χριστός ανοίγει τις θύρες του νέου έτους και μας προσκαλεί να τον ακολουθήσουμε, για να γίνουμε μέτοχοι της αιωνιότητός Του.
Ο όσιος Συμεών γεννήθηκε στο χωριό Σισάν στα μεθόρια Συρίας και Κιλικίας, το έτος 390, κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου Α΄ (379-395), όταν πατριάρχης Αντιοχείας ήταν ο Φλαβιανός Α΄ (381-404)
Από την νεανική του ηλικία, οι γονείς του τον έστελναν στις ερήμους, για να βόσκει πρόβατα. Μια μέρα εισήλθε σε έναν ναό εγκλωβισμένος από το χιόνι, και άκουσε τους ψάλτες να διαβάζουν: «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε, μακάριοι οι καθαροί τη καρδία…» (Λουκ. 6,21). Ρώτησε τότε τι έπρεπε να κάνει για να συνταχτεί κι αυτός ανάμεσα στους μακαρίους, και πήρε την απάντηση πως ο μοναχισμός ήταν μια τέτοια οδός.
Αμέσως εγκατέλειψε τον οίκο του και τους συγγενείς του και πήγε σε ένα γειτονικό ησυχαστήριο, όπου έμεινε δύο χρόνια. Ο Συμεών όμως ζητούσε ασκητικότερο ακόμη τρόπο ζωής και έτσι μετέβη στην κωμόπολη Τελεδάν κοντά στην Αντιόχεια, όπου εκεί μόναζε με την συνοδεία του ο ηγούμενος Ηλιόδωρος. Μαζί του έμεινε δέκα χρόνια. Ανάμεσα στην αδελφότητα ξεχώρισε σύντομα για την αυστηρότητα της ασκητικής του ζωής. Ενώ οι άλλοι έτρωγαν κάθε δυο μέρες, αυτός έτρωγε μια φορά τη βδομάδα. Έδεσε δε κατάσαρκα σχοινί κατασκευασμένο από φύλλα φοινίκων και το περιέσφιξε τόσο δυνατά στη μέση του, που καταπλήγωσε το σώμα του. Ο ηγούμενος τότε τον προέπεμψε από την μονή για να μη γίνει αιτία πνευματικής βλάβης για τους αδερφούς της μονής ώστε να μην βλαφθούν αν επιχειρούσαν ανάλογες ασκήσεις με αυτόν.
Έτσι, ο Συμεών εγκαταστάθηκε μέσα σε ένα ξηροπήγαδο, υμνολογώντας απερίσπαστος εκεί τον Θεό μέρα και νύχτα. Οι μοναχοί της αδελφότητας μετανόησαν που τον έδιωξαν και ήθελαν να τον επαναφέρουν κοντά τους. Μετά από πολλές έρευνες ανακάλυψαν τον εγκαταλελειμμένο αυτόν τόπο και κατάφεραν να πείσουν τον Συμεών να επιστρέψει στο μοναστήρι.
Ανικανοποίητος όμως από τα κοινά ασκητικά μέτρα, αναχώρησε τελικά μετά από λίγο καιρό οριστικά από την μονή και πήγε στο χωριό Τελάνισσο. Εκεί βρήκε ένα εγκαταλελειμμένο κελί, στο οποίο έμεινε έγκλειστος επί τρία χρόνια. Ζήτησε από έναν πιστό να κλείσει την θύρα του κελιού του με πηλό ώστε να παραμείνει εκεί μέσα άσιτος για σαράντα κατά το παράδειγμα του Χριστού. Εκείνος δέχτηκε, με τον όρο να αφήσει στον αθλητή του Χριστού δέκα ψωμιά και ένα σταμνί με νερό για περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Αφού πέρασαν οι σαράντα μέρες, ο Βάσσος (έτσι έλεγαν τον πιστό) άνοιξε το κελί και βρήκε τα ψωμιά και το νερό άθικτα, τον δε Συμεών να κείτεται εξαντλημένος κατά γης. Συνήλθε μόνο, όταν ο Βάσσος του έφερε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.
Από τότε ενδυναμωμένος κρατούσε αλλεπάλληλες τεσσαρακονθήμερες νηστείες. Τρία χρόνια αγωνίστηκε σ’ εκείνο το κελί και κατόπιν ανέβηκε στην κορυφή του όρους, όπου έμεινε υπαίθριος και έδεσε σε βράχο το δεξί του πόδι με βαριά αλυσίδα για να μη μπορεί να απομακρυνθεί από τον χώρο ασκήσεώς του. Ο σοφός όμως χωροεπίσκοπος Αντιοχείας Μελέτιος, του υπέδειξε να δέσει τον εαυτό του με την θέληση, διότι όταν αυτή χειραγωγείται από το λογικό, είναι ισχυρότερο από όλες τις αλυσίδες. Ο Συμεών που γνώριζε ότι η άσκηση είναι επαινετή μόνο όταν γίνεται με μέτρο υπήκουσε στον ιεράρχη και έλυσε τις αλυσίδες του. Τα μεγάλα σκουλήκια που βγήκαν τότε από τις πληγές του, φανέρωσαν την υπομονή και το μεγαλείο της ασκήσεωςτου οσίου αυτού ανδρός.
Η φήμη του γρήγορα διέτρεξε όλο τον τότε γνωστό κόσμο και πλήθη προσέτρεχαν σ’ αυτόν για να πάρουν την ευλογία του. Ο Συμεών τότε για να αποφύγει τις ενοχλητικές τιμές επινόησε την κατασκευή ενός στύλου ύψους έξι πήχεων, έπειτα έναν δεύτερο δώδεκα πήχεων, έναν τρίτο και τέλος έζησε τριάντα χρόνια, ως την κοίμησή του σε έναν στύλο υψηλότερο από δεκαέξι μέτρα. Οι ολοένα και αυξανόμενοι σε ύψος στύλοι φανέρωναν και τις ολοένα και υψηλότερες πνευματικές αναβάσεις του αγίου.
Επάνω στον στύλο του, μεταξύ ουρανού και γης, ευρισκόμενος ο άγιος νύχτα και ημέρα δεν έπαυε να αναβιβάζει τις προσευχές του, καταβιβάζοντας ταυτόχρονα το Θείο έλεος υπέρ της των πάντων σωτηρίας. Την ημέρα δίδασκε τον συναθροισμένο λαό τον θείο λόγο, και έπειτα παρείχε τις ιάσεις ή έδιδε τη γνώμη του στον καθένα ξεχωριστά.
Ο Συμεών έγραψε παράλληλα και διάφορες επιστολές για διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα προς τον Θεοδόσιο Β΄, και στον Λέοντα Α΄, τον τότε αυτοκράτορα, έγραψε κατά του μονοφυσιτισμού και υπέρ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Εκοιμήθη εν ειρήνη το 459 σε ηλικία εξήντα εννέα ετών. Όταν ο μαθητής του Αντωνίνος ανήσυχος ανέβηκε πάνω στον στύλο για να δει αν ήταν καλά ο γέροντάς του, τον βρήκε σε στάση προσευχής ακίνητο με το πρόσωπό του ολόλαμπρο και το από το σώμα του να εξέρχεται ουράνια ευωδία.
Στη Συρία γύρω από τον στύλο του αγίου, το 480, κτίστηκαν τέσσερις βασιλικές σε σχήμα σταυρού. Στη μέση υπήρχε οκταγωνική υπαίθρια αυλή, όπου ήταν ο στύλος, επάνω από τον οποίο κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής του υπερμεγέθης αστήρ περιέλαμπε όλο τον χώρο. Ο εσωτερικός περίβολος ήταν άβατος για τις γυναίκες. Το μεγάλο αυτό προσκυνηματικό κέντρο αρχικά περιήλθε στα χέρια των μονοφυσιτών και αργότερα (638) καταστράφηκε από τους Άραβες.
Τμήμα από το δεξί χέρι του αγίου φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Μουτσιάλης Βεροίας, μέσα σε ασημένια θήκη. Η σημερινή λειψανοθήκη κατασκευάστηκε το 1939. Δεν είναι γνωστό πώς το άγιο λείψανο αποκτήθηκε από τη μονή, καθώς η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων και η αρχική λειψανοθήκη είχε χαθεί πριν το 1939. Λόγω του ιερού λειψάνου του, ο άγιος είναι πολύ δημοφιλής μεταξύ των κατοίκων της περιοχής Βεροίας. Το χέρι του αγ. Συμεών εκπέμπει θαυμάσια ευωδία και θεωρείται ιδιαίτερα θαυματουργό, μάλιστα για τα κοπάδια και τα μαντριά, λόγω του ότι ο άγιος ήταν και ο ίδιος βοσκός. Μάλιστα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο ο ηγούμενος της Μονής το μεταφέρει στα χωριά προς αγιασμό και προστασία των πιστών και διαφύλαξη των ποιμνίων.
Ήταν μητέρα του Οσίου Συμεών του Στυλίτη. Απεβίωσε ειρηνικά. Η μνήμη της εορτάζεται την 1η Σεπτεμβρίου και επαναλαμβάνεται και την 4η Ιουλίου.
Ο Ιησούς του Ναυή ξεκίνησε αμέσως το έργο της κατάληψης των υποσχόμενων υπό του Θεού περιοχών. Αμέσως έστειλε κατασκόπους στην Ιεριχώ, πόλη καλά οχυρωμένη πλησίον του Ιορδάνου ποταμού. Οι κατάσκοποι ισραηλίτες κρύφθηκαν στην οικία μιας πόρνης ονόματι Ραάβ. Εκείνη ενώ θα μπορούσε βέβαια να προδώσει τους ισραηλίτες κατασκόπους, όχι μόνο δεν το έκανε, αλλά τους προστάτεψε βάζοντάς τους στον προσωπικό της χώρο. Οι άνθρωποι του βασιλιά της Ιεριχώ αντιλήφθηκαν την είσοδο των κατασκόπων στην πόλη τους και δη στον οίκο της πόρνης, όμως δεν μπήκαν στον ιδιαίτερο χώρο της διότι οι γυναικείοι χώροι τότε ήταν απαραβίαστοι· κάτι σαν άσυλο. Η Ραάβ είπε στους αγγελιοφόρους του βασιλιά: «Όταν κατά το εσπέρας επρόκειτο να κλεισθεί η πύλη της πόλεως, οι άνδρες εκείνοι εξήλθαν της οικίας μου και της πόλεως και δεν γνωρίζω που πορεύθηκαν».
Η Ραάβ φέρθηκε συγκαταβατικά προς τους ισραηλίτες διότι είχε ακούσει για τα θαύματα που έκανε ο Θεός υπέρ αυτών στην Αίγυπτο και την θαυμαστή πορεία τους επί της ερήμου και έτσι ζήτησε από αυτούς να της φερθούν επιεικώς, γνωρίζοντας πως ο Θεός θα τους παραδώσει με θαυμαστό τρόπο την Ιεριχώ. Οι ισραηλίτες κατάσκοποι της υποσχέθηκαν με όρκο πως θα την διαφυλάξουν ζωντανή κατά την διάρκεια της επικείμενης επιδρομής τους. Στη Ραάβ οι πατέρες βλέπουν τα έθνη που γύρισαν στον χριστιανισμό.
Οι ισραηλίτες πληροφορήθηκαν κατόπιν από τους κατασκόπους ότι οι κάτοικοι της Ιεριχώ ήταν γεμάτοι τρόμο σε πλήρη κατάσταση πανικού διότι είχαν πληροφορηθεί ότι οι Εβραίοι είχαν πλησιάσει την πόλη τους και είχαν μάθει για τα μεγάλα θαύματα που είχαν γίνει κατά την έξοδό των Εβραίων από την Αίγυπτο. Πληροφορήθηκαν δε και την θαυμαστή διάβαση των ισραηλιτών μέσα από τον Ιορδάνη ποταμό. Όπως τότε ο Μωυσής έσχισε με τη ράβδο του θαυματουργικά την Ερυθρά Θάλασσα, έτσι και τώρα ο Ιησούς του Ναυή με παρόμοιο τρόπο διαβίβασε το λαό του εν μέσω τουΙορδάνη αβρόχοις ποσίν.
Μετά το πέρασμα των Εβραίων από τον Ιορδάνη εις ανάμνηση του γεγονότος, ο Ιησούς του Ναυή διέταξε δώδεκα άνδρες που ο καθένας αντιπροσώπευε μία φυλή του Ισραήλ να στήσουν μία σωρό δώδεκα λίθων μέσα στην κοίτη του ποταμού, η οποία θαυματουργικά δεν παρασύρθηκε από την ορμή του ποταμού μέχρι και τις ημέρες εκείνες που γράφτηκαν τα διαδραματιζόμενα γεγονότα από τον συγγραφέα. Ο σκοπός της θαυματουργικής διαβάσεως του Ιορδάνου ήταν να διδάξει ο Θεός τους Ισραηλίτες την παντοδυναμία Του και να τρομάξει τους κατοίκους της Χαναάν.
Κατόπιν ακολούθησε η μαζική περιτομή των ανδρών στο όρος των ακροβυστιών. Οι Ισραηλίτες για πολλά χρόνια είχαν μείνει απερίτμητοι κατά τη διάρκεια της πορείας τους στην έρημο. Τώρα έπρεπε να περιτμηθούν λίγο πριν την είσοδό τους στη γη της Επαγγελίας.
Μετά την περιτομή, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανίστηκε στον Ιησού του Ναυή, ο οποίος τον προσκύνησε. Η εμφάνιση του αρχαγγέλου είχε ενισχυτικό χαρακτήρα λίγο πριν την άλωση της Ιεριχούς.
Εν τω μεταξύ, οι κάτοικοι της Ιεριχώ πανικοβλημένοι είχαν κλειστεί στην καλά οχυρωμένη πόλη τους πίσω από τα γιγάντια τείχη αυτής. Επί έξι ημέρες πολιορκούσαν οι Εβραίοι την Ιεριχώ γυρίζοντας κυκλικά γύρω από τα τείχη της πόλεως και σαλπίζοντας. Αυτό είχε ασφαλώς θρησκευτικό και όχι στρατιωτικό χαρακτήρα, ομοίαζε με κήρυγμα μετανοίας για τους κατοίκους της Ιεριχώ. Είχαν άλλωστε και άλλον να τους κηρύξει μέσα από τα τείχη· την πόρνη Ραάβ. Έμειναν όμως αμετανόητοι και έτσι την έβδομη ημέρα σαλπίζοντας οι ιερείς του Υψίστου, τα τείχη έπεσαν θαυματουργικά και η πόλη λεηλατήθηκε. Δεν έμεινε κανείς ζωντανός, πλην της πόρνης Ραάβ και των οικείων αυτής.
Ο αρχαιολόγος Garstang κάνοντας ανασκαφές στην περιοχή αποδεικνύει όλα αυτά τα γεγονότα. Διαπίστωσε δηλαδή πως η πόλη κατά το 1500 και 1400 π.Χ διέθετε διπλά τείχη τα οποία καταστράφηκαν από σεισμό. Ορίζει δε την καταστροφή κατά το 1408-1388 π.Χ χρονολογίες δηλαδή που συμπίπτουν με τις περιγραφές της Βίβλου.
Οι ισραηλίτες όμως παρόλα αυτά υπέπεσαν σε μέγα παράπτωμα διότι έλαβαν εκ των αναθεματισμένων λαφύρων της Ιεριχούς που τους είχε απαγορευθεί. Έτσι, όταν αργότερα επιτέθηκαν κατά της πόλης Γαι υπέστησαν βαριά ήττα. Η αιτία της ήττας ήταν τα λάφυρα που συνέλεξε ο ισραηλίτης Άχαρ. Ας προσέξουμε έντονα την προσευχή που έκανε ο Ιησούς του Ναυή αμέσως μετά την ήττα: «Ο Ιησούς έσχισε τα ιμάτιά του εκ της λύπης του, έπεσε πρηνής κατά γης έχων το πρόσωπο αυτού ενώπιον της σκηνής του Κυρίου μέχρις εσπέρας».[1]
Αμέσως μετά έλαβε εντολή ο Ιησούς να διαιρέσει τους ισραηλίτες σε φυλές, δήμους και οίκους αποκλείοντας σταδιακά τους μη ενόχους. Έτσι έφτασε μέχρι την ανακάλυψη του ενόχου Άχαρ τον οποίον και λιθοβόλησαν καταπαύοντας έτσι της οργή του Θεού. Η αποκάλυψη του ενόχου έγινε με κλήρο και όχι με δίκη, δείχνοντας έτσι ο Θεός και όχι οι άνθρωποι τον ένοχο.
Μετά από αυτά τα γεγονότα ακολούθησε η κατάληψη της πόλης Γαι. Η Γαι στην πραγματικότητα δεν ήταν κατοικημένη πόλη αλλά φρούριο της Ιεριχούς. Εκεί οι Χαναναίοι είχαν τοποθετήσει άνδρες και γυναίκες μαχητές. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Ιησούς του Ναυή αρχικά είχε στείλει λίγους άνδρες να πολεμήσουν και λόγω αμαρτιών ηττήθηκαν. Ο Vinkent, περίφημος αρχαιολόγος λέει ξεκάθαρα πως η Γαι που σημαίνει στα εβραϊκά ερείπια ήταν ακατοίκητη περιοχή κατά το 2000-1200 π.Χ. Ο λόγος που οι Εβραίοι ήθελαν να την καταλάβουν ήταν γιατί είχε στρατηγική θέση για την κατάληψη της κεντρικής οροσειράς της Παλαιστίνης.
Μετά τον θρίαμβο της Γαι, οι βασιλείς της Παλαιστίνης ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον των ισραηλιτών. Οι Ιεβουσαίοι και οι Αμορραίοι πολιόρκησαν την Γαβαών την οποία είχαν κατακτήσει οι Εβραίοι κατέχοντας έτσι μία πολύ σημαντική στρατηγική θέση στην περιοχή. Η μάχη της Γαβαών είχε ευτυχή κατάληξη για τους Ισραηλίτες και τον ηγέτη τους Ιησού του Ναυή. Βέβαια η νίκη αυτή ήταν Θείας προελεύσεως, αφού ο Θεός έβρεχε χοντρό χαλάζι εναντίον των εχθρών του Ισραήλ φονεύοντας πολλούς αντίπαλους μαχητές. Ο Ιησούς παρακάλεσε τον Θεό να μακρύνει τη διάρκεια της ημέρας, μειώνοντας παράλληλα τη διάρκεια της νύχτας ώστε να συντομεύσει με την κατατρόπωση των εχθρών του, όπερ και εγένετο. Οι πέντε αντίπαλοι βασιλείς των ισραηλιτών πιάστηκαν αιχμάλωτοι και θανατώθηκαν και έτσι στα χέρια των Εβραίων πέρασαν έξι ισχυρές πόλεις της Χαναάν.
Ακολούθως ο Ιησούς του Ναυή προχώρησε στην κατάληψη των βορείων επαρχιών της Χαναάν προχωρώντας μόνο με πεζικό χωρίς καθόλου ιππικό. Ο Θεός είχε απαγορεύσει στους Εβραίους την κατοχή ιππικού για να γίνει πλήρως κατανοητό σ’ αυτούς και στους εθνικούς ότι η νίκη τους ήταν Θείας προέλευσης. Αξιοσημείωτο είναι πως οι ισραηλίτες κερδίζοντας τις μάχες έκοπταν τα νεύρα των αλόγων των ηττημένων αντιπάλων για να καταστούν αυτά τα ζώα άχρηστα και σ’ αυτούς και στους εχθρούς τους.
Ο πόλεμος σε αυτές τις περιοχές διήρκησε επτά χρόνια, διότι πολεμούσαν μία μία πόλη η οποία αντιστέκονταν.
Υπάρχει ένα ερώτημα προς απάντηση: Οι ισραηλίτες κατηγορήθηκαν ως ληστρική δολοφονική φυλή, διότι θανάτωσαν στο πέρασμά τους οτιδήποτε ανέπνεε. Δηλαδή ακόμη και αθώες υπάρξεις.
Θα πρέπει όμως να εξετάσουμε τα πράγματα βάση του δικαίου που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Οι αντίπαλοι των ισραηλιτών επιδίδονταν σε πολύ σκληρότερες πράξεις. Δεν σκότωναν απλώς, αλλά βασάνιζαν απάνθρωπα τους ηττημένους αντιπάλους τους και ατίμαζαν τους νέους και τις νέες. Μία επιγραφή του Ασσουρμπανιμπάλ βασιλιά της Νινευί περί του 7ουαι. π.Χ μας πείθει για τα παραπάνω: «...αρκετούς εξ’ αυτών έγδαρα ζωντανούς και τα δέρματά τους τα κρέμασα στους τοίχους...άλλων έκοψα τη μύτη, άλλων τα πόδια, άλλων τας χείρας, και άλλων τα αυτιά. Από άλλους έβγαλα τα μάτια...ητίμασα τους νέους και τας νεάνιδας...». Πρέπει επίσης να κατανοήσουμε πως η θανάτωση των Χαναναίων έγινε για να κατατροπωθεί η ειδωλολατρία και όχι το ανθρώπινο πρόσωπο. Ήταν μια μορφή θεομηνίας που η εκτέλεση αυτής παραδόθηκε στον ισραηλιτικό λαό. Ένας και μοναδικός ήταν ο σκοπός του Θεού: η διαφύλαξη της πίστεως των ισραηλιτών και η αποφυγή της αναμείξεών τους με τα όμορα ειδωλολατρικά έθνη.
Εν τέλη, Ο Ιησούς του Ναυή όταν ήταν 90 ετών κλήθηκε από τον Θεό να διαμοιράσει τις κατακτηθείσες περιοχές και αυτές που επρόκειτο να κατακτηθούν. Μοιράσθηκαν λοιπόν όλες οι περιοχές ανά φυλή όπως βλέπουμε παρακάτω στον χάρτη. Η φυλή Λευί έλαβε 48 πόλεις διεσπαρμένες στη γη της Επαγγελίας (ως συνδετικός κρίκος όλων των φυλών ως ιερατική φυλή) όλες πλησίον σχετικά με την Ιερουσαλήμ. Επίσης, ορίστηκαν μερικές πόλεις ως άσυλα για τους ακούσιους φονείς μέχρις ότου γίνει η δίκη τους.
Ο Ιησούς όρκισε το λαό πριν πεθάνει να μη λατρεύσουν άλλους θεούς αλλά να μείνουν πιστοί στον μόνο Αληθινό Θεό. Πέθανε σε ηλικία 110 ετών, όπως επίσης πέθανε και ο αρχιερέας Ελεάζαρ, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Φινεές.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός από τον θάνατο του Ιησού του Ναυή και οι ισραηλίτες άρχισαν να λατρεύουν την Αστάρτη και τον Ασταρώθ θεούς των ειδωλολατρικών λαών. Για τον λόγο αυτό ο Θεός τους παρέδωσε στην κατοχή των εθνών για 18 έτη.
Αυτή εν περιλήψει είναι η θαυμαστή ιστορία του Ιησού του Ναυή. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του στις 1 Σεπτεμβρίου. Ενώ των Δικαίων Ελεάζαρ και Φινεές στις 2 Σεπτεμβρίου.
Ιησούς του Ναυή, 7,6
Οι γυναίκες αυτές έζησαν την εποχή του βασιλέως Λικινίου (307-324) στην Ανδριανούπολη της Θράκης. Ο βασιλιάς της περιοχής της συνέλαβε ως χριστιανές και τις προέτρεπε να προσκυνήσουν τα είδωλα. Η Κελσίνα μία εξ΄αυτών ομολόγησε θαρραλέα την πίστη της, σύναξε και τις υπόλοιπες στο σπίτι της μαζί με τον διδάσκαλό τους, διάκονο Αμμούν, για να ενισχυθούν προς το μαρτύριο. Ο Αμμούν πήρε το χαρτί με τα ονόματά τους, και τα διάβασε ένα-ένα. Ύστερα είπε: «Αγωνισθείτε υπέρ του Χριστού διά του μαρτυρίου, διότι έτσι θα καθίσει και ο Δεσπότης Χριστός στην πύλη της ουρανίου βασιλείας και θα σας προσκαλεί μία-μία κατ’ όνομα, για να σας αποδώσει τον στέφανο της αιωνίου ζωής».
Όταν και πάλι της ανέκρινε ο ηγεμών, ομολόγησαν όλες σταθερά την πίστη τους. Με την προσευχή τους συνέτριψαν τα είδωλα και ο ιερεύς των ειδώλων ανυψώθηκε στον αέρα, μέχρις ότου βασανιζόμενος από πύρινους αγγέλους, έπεσε νεκρός στο έδαφος. Τότε ο Βάβδος, διέταξε να κρεμάσουν τον άγιο Αμμούν, να του ξύσουν τις πλευρές, να καύσουν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες και να του φορέσουν πυρακτωμένη περικεφαλαία.
Ο άγιος όμως διαφυλάχθηκε αβλαβής από τα βασανιστήρια και οδηγήθηκε μαζί με τις μαθήτριές του στην Ηράκλεια, στον βασιλέα Λικίνιο. Καθ’ οδόν εμφανίστηκε ο Κύριος και τους ενθάρρυνε. Φθάνοντας στην πόλη πήγαν στον τόπο, όπου είχαν κατατεθεί τα τίμια λείψανα της αγίας μάρτυρος Γλυκερίας (13 Μαΐου). Εκεί τους παρουσιάστηκε η αγία λέγοντας: «Καλώς ήλθατε, άγιες δούλες του Θεού! Προ πολλού περίμενα την λαμπρή εν Χριστώ συνοδεία σας, για να χορεύσουμε στεφανωμένες όλες μαζί με τους αγίους αγγέλους στην βασιλεία του Χριστού, τον οποίο μέχρις αίματος ομολογήσαμε».
Στην Ηράκλεια τους έριξαν στα θηρία. Οι άγιες γυναίκες μαζί με τον διδάσκαλό τους προσηύχοντο όρθιες με υψωμένα χέρια, τα δε θηρία κατελήφθησαν από ύπνο και δεν τους άγγιξαν. Την ώρα που οι στρατιώτες άναβαν φωτιά για να τους ρίξουν μέσα, προφήτευσαν την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την νίκη του χριστιανισμού και την κατάργηση της ειδωλολατρίας. Κατόπιν σφραγίστηκαν με το σημείο του σταυρού και δέκα από αυτές πήδησαν μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό, ο οποίος δρόσισε το πυρ. Έτσι, αυτές μεν ετελειώθησαν εν ειρήνη στην πυρά, οκτώ δε αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον διδάσκαλό τους Αμμούν. Από τις υπόλοιπες οι δήμιοι άλλες κατέσφαξαν και σε άλλες έβαλαν στο στόμα πυρακτωμένα σίδερα.
Οι άγιοι αυτοί μάρτυρες ήταν αδελφοί κατά σάρκα και έζησαν την εποχή των αποστόλων. Από ειδωλολάτρες, μεταστράφηκαν στον χριστιανισμό και λίγο αργότερα ομολόγησαν την πίστη τους μπροστά στον τοπικό ηγεμόνα. Δια την εν Χριστώ ομολογία τους, καταδικάστηκαν στον διά ξίφους θάνατο.
Ο όσιος Μελέτιος γεννήθηκε το 1035 στο χωριό Μουταλάσκη της Καππαδοκίας από ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Επειδή μικρός δυσκολεύονταν στα γράμματα, κρυφά μια μέρα παρέμεινε κρυμμένος προσευχόμενος κάτω από την αγία Τράπεζα του ναού του χωριού του. Από τότε έλαβε το χάρισμα της μαθήσεως και έκτοτε νύκτα και μέρα μελετούσε αδιάκοπα τον νόμο του Θεού.
Οι γονείς του όταν εκείνος έγινε δεκαπέντε ετών σκέφτηκαν να τον παντρέψουν, αλλά αυτός έφυγε κρυφά στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά από τριετή δοκιμασία έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή αγίου Χρυσοστόμου.
Μετά από προσκύνημα στους τάφους των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στην Ρώμη και στους Αγίους Τόπους, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα στο μονύδριο του αγίου Γεωργίου στην Θήβα όπου επιδόθηκε σε σκληρούς ασκητικούς αγώνες. Σύντομα κοντά του προσήλθαν και άλλοι εραστές της μοναχική βιωτής. Για τους μαθητές του ο Αγγελής ήταν παράδειγμα ταπείνωσης και σκληραγωγίας. Δεν αναπαύονταν ποτέ, εάν προηγουμένως δεν είχε λούσει την στρωμνή του με δάκρυα. (ψαλμ.131).
Από φθόνο του διαβόλου σύντομα ασθένησε, αποκτώντας οδυνηρούς πόνους σε όλο του το σώμα. Εξ’ αιτίας της συνεχούς ορθοστασίας, τα πόδια του είχαν πρησθεί και έρρεε από αυτά δυσώδες πύον και σκουλήκια. Αλλά ο γίγαντας αυτός της προσευχής, αρνήθηκε κάθε ιατρική βοήθεια, χωρίς παράλληλα να μειώσει ούτε στο ελάχιστο τους ασκητικούς του αγώνες.
Κατά τον όγδοο χρόνο της παραμονής του στην μονή του αγίου Γεωργίου αναγκάστηκε να φύγει, διότι το πλήθος των πιστών διέκοπτε την ποθητή του ησυχία. Μετέβη στην Μυούπολη του όρους Κιθαίρωνος, όπου και εκεί σιγά-σιγά συγκεντρώθηκαν κοντά του περισσότεροι από εκατό μοναχοί και συγκρότησαν νέο μοναστήρι, στο οποίο έκτισαν και δύο ναούς, προς τιμήν της Θεοτόκου και του προφήτη Ηλιού. Τότε ο όσιος δέχθηκε να λάβει το ιερατικό αξίωμα από τον μητροπολίτη Αθηνών Νικήτα Γ΄ Κούρδη (†1103). Εξαιτίας του πλήθους των μοναχών που συγκεντρώνονταν κοντά του, κατέστησε την μονή του (μονή του Συμβούλου) ως κεντρική λαύρα ιδρύοντας τριγύρω αυτής, εικοσιτέσσερα παραλαύρια, στο καθένα των οποίων ζούσαν κοινοβιακώς οκτώ, δώδεκα ή περισσότεροι μοναχοί κατά περίσταση.
Για να διευκολύνει ο όσιος όσους επιθυμούσαν να μονάσουν, ίδρυσε μετόχια της κεντρική μονής στον Ελικώνα, στα Μέγαρα, στο Άργος και αλλού.
Πλήρης Θείας Χάριτος, ο όσιος Μελέτιος εκοιμήθη εν ειρήνη την 1η Σεπτεμβρίου του 1105 σε ηλικία εβδομήντα ετών. Η μονή του σώζεται και λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Ο άγιος Αγγελής ζούσε στην Κωνσταντινούπολη την εποχή του Σουλτάνου Μωάμεθ Δ΄(1618-1687). Χρυσοχόος στην τέχνη και πατέρας έξι παιδιών, βρέθηκε μια μέρα με φίλους του στο χωριό του αγίου Στεφάνου για την εορτή της αποδόσεως της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι συμμετέχοντες στο πανηγύρι , (μεταξύ των οποίων και τούρκοι), αντάλλαξαν τα σαρίκια τους με τα σκουφιά των χριστιανών.
Τη επομένη, όταν συνήλθαν απ’ το μεθύσι, οι τούρκοι ρώτησαν τον Αγγελή γιατί δεν φορεί το τούρκικο σαρίκι, διότι κατ΄αυτούς αφού το είχε φορέσει έστω και μια φορά, είχε πλέον τουρκέψει. Έκπληκτος ο μάρτυς διαμαρτυρήθηκε λέγοντας πως πάντα ήταν χριστιανός. Οι τούρκοι όμως, που ζητούσαν αφορμή, τον άρπαξαν ως προδότη της πίστεώς τους και τον οδήγησαν στον κριτή και εν συνεχεία στον βεζύρη. Ο βεζύρης με κολακείες προσπάθησε να τον φέρει στην γνώμη του, αλλ’ όταν είδε ότι ο άγιος με πολύ ζήλο ομολογούσε πως ήταν χριστιανός και ότι χριστιανός ήθελε να πεθάνει, οργίστηκε και πρόσταξε να τον ρίξουν στην φυλακή και εκεί να τον βασανίσουν.
Την άλλη μέρα οι τούρκοι, έφεραν στο δεσμωτήριο και την γυναίκα του , για να τον παρακινήσει με τα δάκρυά της να αρνηθεί την πίστη του. Επειδή όμως τίποτα δεν κατόρθωσαν, ο βεζύρης πρόσταξε να τον θανατώσουν. Οι δήμιοι τον οδήγησαν τότε μπροστά στο παλάτι, όπου και τον αποκεφάλισαν την 1η Σεπτεμβρίου 1680. Κατά τα μεσάνυκτα ουράνιο φως ως στύλος πυρός κατέβηκε και στάθηκε για πολλή ώρα πάνω από το μαρτυρικό του λείψανο. Οι τούρκοι, φοβηθέντες μήπως οι χριστιανοί τον τιμήσουν για άγιο, έδωσαν διαταγή να ριφθεί το λείψανό του στην θάλασσα. Πρόφθασε όμως ο σύλλογος των γουναράδων να τον αγοράσει από τον αγά και να τον μεταφέρουν στην νήσο Πρώτη, όπου τον ενεταφίασαν με πολλές τιμές στη μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Η οσία Χάιδω κατάγονταν από το χωριό Στανό της Χαλκιδικής και έζησε τον 19ο αιώνα. Μετά την επανάσταση του 1821, για να αποφύγει τις ανήθικες παρενοχλήσεις του τούρκου διοικητού, αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό με τη μητέρα της και να εγκατασταθούν στη Θάσο. Εκεί εισήλθε σε ένα μετόχι της μονής Παντοκράτορος της Καλλιράχης, όπου υπηρετούσε στον ναό και ζούσε βίο παρθενικό.
Κατά την τοπική παράδοση, όταν οι Τούρκοι επέδραμαν στο μετόχι, άγγελοι άρπαξαν και διέσωσαν την οσία από την μανία των αλλοθρήσκων. Δύο μέρες αργότερα επέστρεψε στο μετόχι και διηγήθηκε την ιστορία της στον ιερομόναχο Γεράσιμο.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι η οσία βασανίστηκε σκληρά από τους τούρκους. Κατά την κοίμησή της το ιερό της σκήνωμα ευωδίαζε εις ένδειξη της αγιότητάς της.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις,
Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς .
Αμήν.