Ο άγιος Απόστολος Θωμάς, ο λεγόμενος επίσης Δίδυμος, γεννήθηκε στην Ιουδαία από γονείς πτωχούς, οι οποίοι όμως του μετέδωσαν μεγάλη ευλάβεια για το Μωσαϊκό νόμο. Από νεαρή ηλικία απέφευγε τα θορυβώδη παιχνίδια των συνομηλίκων του και αφιέρωνε το χρόνο του στην ανάγνωση και μελέτη της Γραφής.
Η γνώση αυτή του λόγου του Θεού και η καλή προαίρεσή του, του επέτρεψαν να αναγνωρίσει δίχως δισταγμούς ότι ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας που είχαν προαναγγείλει οι προφήτες.
Αμέσως με το κάλεσμα του Κυρίου άφησε τη βάρκα και τα δίχτυα του κι έγινε ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού. Παρά τους κινδύνους πάντοτε ακολουθούσε τον Διδάσκαλο. Όταν ο χριστός πορεύθηκε προς τα Ιεροσόλυμα για να παραδοθεί σ’ εκείνους που θα τον θανάτωναν, ο Θωμάς είπε στους άλλους μαθητές: «Άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ’ αυτού» (Ιωαν. 11,16)
Όταν ο Σωτήρ του κόσμου αναστήθηκε εκ νεκρών, παρουσιάστηκε στους μαθητές του, που ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο, κεκλεισμένων των θυρών, για τον φόβο των Ιουδαίων. Κατά επιταγή της θείας Πρόνοιας, ο Θωμάς δεν ήταν τότε μαζί τους και όταν οι υπόλοιποι μαθητές του διηγήθηκαν ότι είδαν τον Αναστάντα Κύριο, δεν θέλησε να τους πιστεύσει. Με άφατη μακροθυμία ο Κύριος εμφανίστηκε ξανά, μια βδομάδα αργότερα ενώπιον των μαθητών και κάλεσε τον Θωμά να διαπιστώσει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είχε σωματικώς αναστηθεί, λέγοντάς του να θέσει τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων και να ψηλαφήσει την πλευρά που είχε τρωθεί από τη λόγχη. Επανόρθωσε έτσι την ολιγοπιστία του Θωμά και μας δίδαξε ότι κι εμείς καλούθεμα να θέσουμε τον δάκτυλο όχι σωματικώς αλλά πνευματικώς στην πλευρά Του και να ποτισθούμε από την αναβλύζουσα Χάρη.
Ο Θωμάς βρισκόταν μαζί με τους άλλους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής , όταν το Πνεύμα το Άγιο κατήλθε επ’ αυτών ωσάν γλώσσες πυρός. Επληρώθη τότε Θείας δυνάμεως για να κηρύξει στα έθνη τη σωτηρία. Του ανετέθη να κηρύξει τον λόγο του Θεού στις μακρινές περιοχές των Μήδων και των Πάρθων (σημ. Ιράν) και στην Ινδία.
Βρισκόταν τότε στα Ιεροσόλυμα ένας άνθρωπος ονόματι Αμβανής, ο οποίος έψαχνε να βρει αρχιτέκτονα ικανό να κτίσει το ανάκτορο του βασιλιά των Ινδιών, ανάκτορο που θα υπερτερούσε σε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια από όλα τα ανάκτορα των προκατόχων του. Ο Θωμάς παρουσιάστηκε στον Αμβανή σαν έμπειρος οικοδόμος. Ο βασιλιάς Γουνδιαφόρος υποδέχτηκε τον Θωμά στην Ινδία και ενθουσιάστηκε από το σχέδιο που του παρουσίασε. Έθεσε στην διάθεσή του χρήματα πολλά, χρυσό και ασήμι κι έφυγε για μια τριετία για τις απομακρυσμένες επαρχίες του βασιλείου του. Μόλις πήρε στα χέρια του όλον αυτό τον θησαυρό ο Θωμάς έσπευσε να τον μοιράσει κρυφά στους αναρίθμητους φτωχούς και πεινασμένους για τους οποίους ο βασιλιάς και οι αυλικοί του αδιαφορούσαν. Οι ελεημοσύνες αυτές σε συνδυασμό με τα θαύματα που επιτελούσε είχαν σαν αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός ειδωλολατρών να ασπαστεί την πίστη του Χριστού.
Όταν ο βασιλιάς τον ρώτησε για το πώς προχωρούν οι εργασίες, ο Θωμάς του ζήτησε και άλλα χρήματα για τελειώσει τη στέγη από το ανάκτορο. Πανευτυχής ο βασιλιάς του τα έστειλε.
Η οργή του ήταν φοβερή όταν πληροφορήθηκε ότι ο Θωμάς τον είχε εξαπατήσει και ότι το χρυσό και το ασήμι το μοίραζε σε ελεημοσύνες. Διέταξε να τον ρίξουν σε έναν λάκκο βαθύ και του επιφύλασσε τα πιο φρικτά βασανιστήρια. Το ίδιο βράδυ ο αδελφός του βασιλέα που ήταν πολύ άρρωστος, είδε σε οπτασία έναν άγγελο ο οποίος του έδειξε ένα περίφημο ανάκτορο στην αιώνιο βασιλεία των δικαίων. Του είπε τότε ο άγγελος: «Ιδού το ανάκτορο που περιμένει τον αδελφό σου, αυτό που του έκτισε ο απόστολος Θωμάς». Όταν συνήλθε διηγήθηκε στον Γουνδιαφόρο τα όσα είδε λέγοντάς του το πόσο πιο υπέροχο ήταν από όλα τα επίγεια κτίσματα το ανάκτορο του αποστόλου Θωμά. Ο βασιλιάς εξεπλάγη, μετανόησε και έδωσε εντολή να βγάλουν τον Θωμά από την φυλακή ζητώντας αυτός και ο αδελφός του να βαπτιστούν.
Ο άγιος Θωμάς έφυγε κατόπιν για άλλο βασίλειο, όπου βασίλευε ακόμη μεγαλύτερη βία και βαρβαρότητα. Κατόρθωσε παρόλα αυτά να ελκύσει στην πίστη του Χριστού τη σύζυγο του βασιλέα Τέρτια, τον γιο τη Αζάνη και τις δύο κόρες της Μυγδονία και Μαρκία. Ο ηγεμόνας έξαλλος διέταξε να συλλάβουν τον Θωμά και έστειλε πέντε στρατιώτες να τον πάρουν και να τον στείλουν έξω από την πόλη Μαϊλαπούρ (προάστειο του σημερινού Μαδράς) όπου και τον θανάτωσαν τρυπώντας τον με λόγχες. Ο απόστολος Θωμάς τιμάται ως ιδρυτής της Εκκλησίας των Ινδιών.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ, ελέησον ημάς. Αμήν.