Ο άγιος Ζηνόβιος και η αδελφή του αγία Ζηνοβία κατάγονταν από τις Αίγες της Κιλικίας. Οι ευσεβείς γονείς τους, τους γαλούχησαν με την χριστιανική πίστη και έτσι όταν εκείνοι πέθαναν, ο Ζηνόβιος και η Ζηνοβία μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς. Ο Ζηνόβιος είχε διδαχθεί την ιατρική επιστήμη την οποία ασκούσε δωρεάν. Θεράπευε τους ασθενείς όχι μόνο με ιατρικά σκευάσματα, αλλά και με την επίκληση του ονόματος του Ιησού.
Στην αρχή του μεγάλου διωγμού, ο ασεβής αυτοκράτορας Διοκλητιανός έστειλε στην Κιλικία τον Λυσία έπαρχο σκληρό και αμείλικτο διώκτη των χριστιανών. Εν τω μεταξύ ο Ζηνόβιος είχε ανέλθει στο επισκοπικό αξίωμα, ως επίσκοπος Αιγών. Ο Λυσίας πληροφορηθείς τη φήμη του Ζηνοβίου, διέταξε να παρουσιαστεί μπροστά του και προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Ο Ζηνόβιος όμως διόλου δεν πτοήθηκε από τις απειλές των βασανιστηρίων και ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό.
Ο τύραννος διέταξε να κρεμασθεί ο άγιος από ένα ξύλο και να του καταξεσχίσουν τις σάρκες και τα μέλη. Μόλις έμαθε τη σύλληψη του αδερφού της η Ζηνοβία έτρεξε προς τον τόπο του μαρτυρίου, βλέποντας τον αδερφό της κρεμασμένο στο ξύλο, δεν συγκράτησε τον θυμό της και στηλίτευσε τον έπαρχο. Εκείνος προσπάθησε στην αρχή να την ηρεμήσει, κατόπιν την απείλησε με βασανιστήρια και δημόσια καταισχύνη. Τίποτε όμως δεν στάθηκε ικανό να πείσει την νεαρή κόρη να αρνηθεί την πίστη της. Τους άπλωσαν και τους δύο σε κλίνη με πυρωμένα κάρβουνα, καθώς όμως έμεναν απαθείς στον πόνο, τους έριξαν σε λέβητα γεμάτο βραστό νερό. Τους πήγαν τέλος έξω από την πόλη όπου οι αυτάδελφοι αποκεφαλίστηκαν και εστέφθησαν με τον καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ, ελέησον ημάς. Αμήν.