Ο όσιος Κυριακός γεννήθηκε στην Κόρινθο της Πελοποννήσου το 448, προς το τέλος της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μικρού. Ήταν υιός ιερέως και ανιψιός του επισκόπου Κορίνθου Πέτρου, ο οποίος τον χειροθέτησε αναγνώστη από παιδική ηλικία. Όταν έγινε δεκαοκτώ χρονών αποφάσισε να αφήσει τον κόσμο και να αναχωρήσει κρυφά για τα Ιεροσόλυμα.
Φθάνοντας στην αγία πόλη (466) παρεχείμασε στη μονή του οσίου Ευστοργίου. Από κει μετέβη στην Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου με τον πόθο να γίνει μαθητής του. Ο όσιος τον ενέδυσε το αγγελικό σχήμα, δεν του επέτρεψε όμως να παραμείνει διότι ήταν ακόμη αγένειος. Τον έστειλε στον όσιο Γεράσιμο (4 Μαρτ) που ασκήτευε κοντά στον Ιορδάνη. Αυτός τον κράτησε στο κοινόβιό του με το διακόνημα της κοπής ξύλου, της μεταφοράς νερού και της μαγειρικής. Ο Κυριακός εκτελούσε πρόθυμα κάθε υπηρεσία, περνώντας τη μέρα του με κόπο και μόχθο τη δε νύχτα με πολύ προσευχή. Μολονότι υπηρετούσε στο κοινόβιο κρατούσε την τάξη των αναχωρητών. Τρεφόταν μόνο με ψωμί και νερό κάθε δύο μέρες και πάντα μετά την ενάτη ώρα. Ο όσιος Γερμανός τον αγαπούσε ιδιαίτερα και τον καιρό της Μ. Τεσσαρακοστής τον έπαιρνε μαζί του στην έρημο του Ρουβά, όπου ησύχαζαν έως την Κυριακή των Βαΐων κοινωνώντας κάθε Κυριακή από τα χέρια του Μεγάλου Ευθυμίου.
Όταν το 473 εκοιμήθη ο όσιος Γεράσιμος είδε την ψυχή του να ανέρχεται στους ουρανούς, προπεμπομένη από αγίους αγγέλους.
Το 475 ο Κυριακός μετέβη στη λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Επί δέκα χρόνια ησύχαζε σε ένα κελλί και παράλληλα κόπιαζε πολύ στις οικοδομικές εργασίες, διότι τον καιρό εκείνο η λαύρα μετατράπηκε σε κοινόβιο. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος.
Ψυχράνθηκε όμως η αγάπη μεταξύ των αδελφών μοναστηριών του Μεγάλου Ευθυμίου και του οσίου Θεοκτίστου και ο Κυριακός θέλοντας να αποφύγει τις διαρκείς φιλονικίες μετέβη στη λαύρα του Σουκά. (485)
Τα τριάντα εννέα χρόνια της εκεί παραμονής του πέρασε από τα διακονήματα του αρτοποιείου, του νοσοκομείου, του ξενοδοχείου και του οικονομείου, στα οποία υπηρετούσε τους αδελφούς με υποδειγματική πραότητα και υπομονή. Συμπληρώνοντας δέκα τρία χρόνια ως διάκονος χειροτονήθηκε ιερέας.
Ο ίδιος ο αββάς Κυριακός έλεγε ότι επί τριάντα ένα χρόνια που διακονούσε ως κανονάρχης ο ήλιος δεν τον είδε να τρώγει ούτε να οργίζεται.
Στα εβδομήντα επτά του χρόνια άφησε τη λαύρα και αναχώρησε μαζί με ένα μαθητή του στην πανέρημο του Νατουφά. Μη ευρίσκοντας εκεί ούτε άγρια χόρτα, ετρέφοντο με βολβούς αγρίων κρεμμυδιών την οποία την φυσική πικρότητα ο Θεός με την προσευχή του δούλου του μετέτρεπε σε γλυκύτητα.
Ενώ συμπλήρωναν τον πέμπτο χρόνο της διαμονής τους στον Νατουφά, ο όσιος θεράπευσε από σεληνιασμό τον υιό κάποιου χωρικού από την Θεκωέ. Το θαύμα διακηρύχθηκε στα περίχωρα και ο Κυριακός για να αποφύγει την ενόχληση από την συρροή των ανθρώπων, αναχώρησε στην έρημο του Ρουβά, όπου έμεινε πέντε χρόνια (530-535), αρκούμενος στις ρίζες των μελαγρίων και σε ψίχα καλαμιών. Αλλά η χάρις των θαυμάτων του και εδώ τον έκανε γνωστό και ο όσιος με δυσφορία αναχώρησε μυστικά στην απόκρημνη έρημο του Σουσακείμ.
Στον απαράκλητο αυτόν τόπο έζησε μόνος με μόνον τον Θεό επί επτά χρόνια. Τότε ενέκυψε θανατικό στην περιοχή και οι πατέρες της Λαύρας του Σουκά, φοβούμενοι τον κίνδυνο κατέβηκαν στο Σουσακείμ και ύστερα από πολλές παρακλήσεις τους τον ανέβασαν στη λαύρα τους για να τους προστατεύει με τις προσευχές του.
Κατά τη δεύτερη αυτή παραμονή του στου Σουκά ο Κυριακός έμεινε πέντε χρόνια στο σπήλαιο του οσίου Χαρίτωνος (28 Σεπτ) αγωνιζόμενος με την οξεία ρομφαία του λόγου και της πνευματικής σοφίας κατά της αιρέσεως των ωριγενιστών που είχαν παρασύρει στην πλάνη τους, τους μοναχούς της Παλαιστίνης.
Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, απερίσπαστος ο γέροντας κατέβηκε και πάλι στο Σουσακείμ, σε ηλικία ενενήντα εννέα ετών. Εκεί ησύχασε οκτώ χρόνια, έχοντας συντροφιά ένα λιοντάρι που του φύλαγε τα μικρά λάχανα από τα αγριοκάτσικα και τους ληστές.
Επειδή ό τόπος ήταν άνυδρος, εξυπηρετούσε τον εαυτό του και πότιζε τα λάχανά του με το νερό που συγκεντρώνονταν τον χειμώνα στα κοιλώματα των πετρών.
Δύο χρόνια πριν από την κοίμησή του, οι πατέρες της Λαύρας του Σουκά πήραν τον υπέργηρο όσιο κοντά τους. Στην τελευταία αυτή παροικία του δεχόταν με χαρά όσους τον επισκέπτονταν, τους ωφελούσε με το λόγο του και τους περιποιούνταν με τα χέρια του.
Όταν ασθένησε κάλεσε τους πατέρες της λαύρας, τους ασπάσθηκε και εκοιμήθη εν ειρήνη στις 29 Σεπτεμβρίου 557 σε ηλικία εκατόν εννέα ετών, πλήρης χάριτος και Πνεύματος Αγίου.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.