Ο άγιος μάρτυς Καλλίστρατος ήθλησε στη Ρώμη κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού (303-305). Καρχηδόνιος στην καταγωγή είχε κληρονομήσει εκ προγόνων την χριστιανική πίστη, όταν κάποιος προπάππους του έτυχε να παροικεί στα Ιεροσόλυμα επί διοικήσεως Ποντίου Πιλάτου και υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των παθών του Κυρίου και αυτήκοος της Αναστάσεως Αυτού.
Στην ακμή της νεότητάς του κατετάγη στο ρωμαϊκό τάγμα των Καλλανδών το οποίο έλαβε διαταγή να πορευθεί στη Ρώμη. Η αποστροφή του προς τις αταξίες που συνήθιζαν οι στρατιώτες και η αποχή του από την προσκύνηση των ειδώλων ήγειραν τις υποψίες των υπολοίπων στρατιωτών, οι οποίοι άρχισαν να τον παρακολουθούν.
Μία νύκτα, όταν κατά τη συνήθειά του απομακρύνθηκε από το στρατόπεδο για να προσευχηθεί, μερικοί τον ακολούθησαν και τον άκουσαν να προφέρει το όνομα του Ιησού Χριστού. Το πρωί τον κατήγγειλαν στον στρατηλάτη Περσεντίνο, ο οποίος τον κάλεσε για ανάκριση. Ο Καλλίστρατος δεν δίστασε να ομολογήσει τον Χριστό ως αληθινό Θεό και Σωτήρα. Έτσι, ο Περσεντίνος διέταξε να τον κτυπήσουν ανελέητα, τον έσυραν γυμνό πάνω σε λεπτά όστρακα, του έβαλαν στο στόμα χωνί και τον εξανάγκασαν να πιει το νερό ολόκληρης λεκάνης, ώσπου πρήσθηκε σαν ασκός. Έπειτα, κλεισμένο σε σάκο τον έριξαν στη θάλασσα. Η δύναμις όμως του Θεού διέσωσε τον άγιο αβλαβή, ο σάκος σχίσθηκε και δύο δελφίνια έφεραν τον Καλλίστρατο και τον απέθεσαν στην ακτή. Οι συμπατριώτες του κατάπληκτοι από την ανέλπιστη διάσωσή του, μετανόησαν που τον παρέδωσαν στον στρατηλάτη και πέφτοντας στα πόδια του, του ζητούσαν να τους λυτρώσει από την πλάνη των ειδώλων.
Ο Περσεντίνος διέταξε να τους κτυπήσουν όλους με ρόπαλα και να τους κλείσουν στο δεσμωτήριο. Κατά τη διάρκεια την νύκτας ο Καλλίστρατος του δίδαξε τα μυστήρια της θείας οικονομίας και τους προετοίμασε για τον προκείμενο αγώνα.
Την επόμενη μέρα ρίχθηκαν δεμένοι σε μια δεξαμενή που την ονόμαζαν ωκεανό. Ενώ έμελλαν να τους βυθίσουν στα ύδατα, ο Καλλίστρατος προσευχήθηκε στον Θεό, η δεξαμενή εκείνη να χρησιμεύσει στο μικρό του ποίμνιο ως κολυμβήθρα αγίου βαπτίσματος. Πράγματι, μόλις τους έριξαν μέσα, λύθηκαν τα δεσμά τους και οι μάρτυρες αναδύθηκαν από τα ύδατα με φαιδρά πρόσωπα και λαμπρά ενδύματα. Ανάμεσά τους στεκόταν ο Καλλίστρατος φορώντας στην κεφαλή ευπρεπέστατο στέφανο. Συγχρόνως ακούστηκε φωνή από τον ουρανό η οποία έλεγε: «Έχε θάρρος Καλλίστρατε, εσύ και το ποίμνιό σου ελάτε να αναπαυθείτε στις αιώνιες σκηνές». Τη φωνή συνόδευσε σεισμός, από τον οποίο έπεσε το άγαλμα που βρισκόταν κοντά στο λουτρό και κονιορτοποιήθηκε.
Το θαύμα αυτό οδήγησε στην αληθινή πίστη και άλλους εκατόν τριάντα πέντε στρατιώτες. Συνέλαβαν όμως μόνο σαράντα εννέα και τον Καλλίστρατο τους οποίους φυλάκισαν.
Επειδή ο Περσεντίνος φοβήθηκε μήπως με τις θαυματουργίες των αγίων αποστατήσουν και πολλοί άλλοι, έστειλε εκείνη τη νύκτα στρατιώτες στη φυλακή να κατακόψουν μεληδόν τους μάρτυρες. Τα τίμια λείψανά τους ενεταφίασαν με τιμές οι εκατόν τριάντα πέντε νεοφώτιστοι, οι οποίοι ανήγειραν στη Ρώμη περικαλλέστατον ναό προς τιμήν τους.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.