Ο άγιος Ευστάθιος, Ρωμαίος στην καταγωγή, ήταν στρατηλάτης του αυτοκράτορος Τραϊανού (98-117). Όταν ακόμη ήταν ειδωλολάτρης και ονομάζονταν Πλακίδας, ήταν περιβόητος για τις αρετές και τις ελεημοσύνες του. Κάποια ημέρα που ο Πλακίδας είχε βγει για κυνήγι στο δάσος, καθώς κατεδίωκε ένα μεγάλο ελάφι, είδε ανάμεσα στα κέρατά του λαμπρότατο σταυρό και την μορφή του Χριστού που του έλεγε: «Πλακίδα, τι με διώκεις; Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός τον οποίον εσύ, χωρίς να γνωρίζεις, λατρεύεις με τα αγαθά σου έργα. Ήρθα στη γη με μορφή ανθρώπου, για να σώσω το ανθρώπινο γένος και σήμερα εμφανίστηκα για σε συλλάβω στα δίκτυα της φιλανθρωπίας μου». Έντρομος ο Πλακίδας έπεσε από το άλογό του στην γη και για πολλή ώρα έμεινε αναίσθητος. Όταν συνήλθε ο Χριστός τον βεβαίωσε για την αυθεντικότητα της οράσεώς του. Ο Πλακίδας πίστεψε από τα βάθη της καρδιά του και βαπτίστηκε χριστιανός μαζί με όλη την οικογένειά του. Αυτός ονομάσθηκε Ευστάθιος, η σύζυγός του Τατιανή, Θεοπίστη και οι δύο υιοί του Αγάπιος και Θεόπιστος.
Ο Χριστός του εμφανίστηκε άλλη μια φορά προαναγγέλοντάς του ότι θα υποφέρει μεγάλες δοκιμασίες από τον διάβολο, όπως ο Ιώβ, αλλά η θεία χάρις δεν θα τον εγκαταλείψει.
Πράγματι, μετά από λίγες μέρες ο Ευστάθιος έχασε όλη του περιουσία και πάμπτωχος πλέον αποφάσισε να αναχωρήσει κρυφά με την οικογένειά του σε ξένους τόπους, ώστε να αποφύγει το όνειδος της ρωμαϊκής κοινωνίας. Φθάνοντας με το πλοίο στην Αίγυπτο, ο καπετάνιος άνθρωπος σκληρός κράτησε την Θεοπίστη, προφασισμένος πως δεν του είχαν πληρώσει όλο το ναύλο.
Με δάκρυα και στεναγμούς ο Ευστάθιος συνέχισε το δρόμο του έχοντας για παρηγοριά τα δυο μικρά παιδιά του. Καθώς προσπαθούσε να τα περάσει ένα-ένα από κάποιο ποτάμι, ένα λιοντάρι και ένας λύκος άρπαξαν τα παιδιά αφήνοντας τον νέο Ιώβ έρημο και συντετριμμένο με μοναδικό του στήριγμα την πίστη και την ελπίδα στο έλεος του Θεού. Ανυπόδητος εγκαταστάθηκε στην πόλη Βάδιστο. Εκεί διορίστηκε φύλακας των οπωροφόρων δένδρων για δεκαπέντε χρόνια.
Τον καιρό εκείνο συνέβη οι βάρβαροι στους οποίους είχε οδηγηθεί η Θεοπίστη, να επαναστατήσουν, οι δε Ρωμαίοι δεν εύρισκαν στρατηγό ικανό να ηγηθεί του πολέμου. Τότε ο βασιλεύς θυμήθηκε τις ανδραγαθίες του Πλακίδα και έστειλε ανθρώπους να τον ψάξουν και να τον επαναφέρουν στη Ρώμη. Όταν ο Ευστάθιος παρουσιάστηκε στα ανάκτορα, ήταν τόσο αλλαγμένος στην όψη από τις κακουχίες και τις θλίψεις που με δυσκολία αναγνωρίστηκε. Ο αυτοκράτωρ του απέδωσε τους παλαιούς του τίτλους και την περιουσία του και τον έθεσε επικεφαλής των Ρωμαϊκών στρατευμάτων. Διατάχθηκε δε εκείνη την εποχή γενική επιστράτευση κατά την οποία καταγράφηκαν ως ξένα και απροστάτευτα τα παιδιά του αγίου, τα οποία οι ποιμένες είχαν διασώσει από τα στόματα των θηρίων. Βλέποντάς τα ο Ευστάθιος ωραία και ευγενή τα κράτησε ως ακόλουθούς του και τα έκανε ομοτράπεζούς του.
Κατά τον πόλεμο αυτό ο Ευστάθιος κατέλαβε την πόλη στην οποία βρισκόταν η Θεοπίστη. Από θεία πρόνοια κατέλυσε στην οικία όπου εκείνη έμενε και έστησε τη σκηνή του στον κήπο της. Μια μέρα ο Αγάπιος και ο Θεόπιστος καθισμένοι στον κήπο διηγούντο τις αναμνήσεις τους από την παιδική τους ηλικία. Η Θεοπίστη ακούγοντας τη συζήτηση εννόησε ότι ήταν τα παιδιά της, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του Ευστάθιου τον σύζυγό της και του διηγήθηκε το πώς ο Θεός την διαφύλαξε σώα και απείρακτη από του ς βαρβάρους.
Μετά το τέλος του πολέμου, την θριαμβευτική επιστροφή του Ευστάθιου στη Ρώμη τίμησε ο διάδοχος του Τραϊανού, Ανδριανός. (117-138). Προσκάλεσε δε τον άγιο να προσφέρει ευχαριστήριες σπονδές στους θεούς για την νίκη και την εύρεση της οικογένειάς του. Αλλά ο στρατηλάτης του Χριστού απήντησε πως η νίκη του οφείλονταν στον Χριστό και όχι στη δύναμη των ψευδωνύμων θεών.
Η απάντησή του εξόργισε τον Ανδριανό ο οποίος για μία ακόμη φορά τον αποστέρησε από τους τίτλους και διέταξε να απολυθεί εναντίον όλης της θεοσεβούς οικογενείας του Ευσταθίου ένα λιοντάρι. Επειδή το λιοντάρι δεν τόλμησε να τους αγγίξει τους έκλεισαν μέσα σε ένα χάλκωμα το οποίο είχε σχήμα βοδιού. Εκεί οι άγιοι υμνολογώντας την Αγία Τριάδα παρέδωσαν εν ειρήνη τις ψυχές τους στον Θεό χωρίς να καεί ούτε μια τρίχα της κεφαλής τους. Όταν μετά από τρεις μέρες οι ειδωλολάτρες άνοιξαν το χάλκωμα ανεφώνησαν «Μέγας ο θεός των χριστιανών». Κατησχυμένος ο Ανδριανός απομακρύνθηκε από τον τόπο δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους χριστιανούς να πάρουν κρυφά τα άγια λείψανα και να τα ενταφιάσουν με τιμές.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Άμήν.