Ο άγιος Απόστολος Λουκάς καταγόταν από την πόλη της Αντιοχείας κατά πάσα πιθανότητα, ήταν γόνος οικογενείας εθνικών. Από νεαρή ηλικία αφιερώθηκε στην αναζήτηση της σοφίας, στη μελέτη των επιστημών και των τεχνών. Η δίψα του για γνώση τον έκανε να ταξιδέψει ανά τον κόσμο και διέπρεψε στην ιατρική επιστήμη και στην τέχνη της ζωγραφικής. Γνώριζε την ελληνική, την εβραϊκή και την αραμαϊκή γλώσσα.
Το γεγονός του ότι ο Λουκάς είναι ο μόνος από τους ευαγγελιστές ο οποίος αναφέρει την αποστολή των Εβδομήκοντα μαθητών, φαίνεται ότι συγκαταλέγονταν μεταξύ των εβδομήκοντα Αποστόλων.
Κατά τη διάρκεια του ζωοποιού θείου Πάθους βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα και το πρωί του Πάσχα περπατούσε μαζί με τον Κλεόπα (30 Οκτ) προς το χωριό Εμμαούς θλιμμένος και εξουθενωμένος για την απώλεια του Διδασκάλου. Η θλίψη αυτή μετατράπηκε σε χαρά όταν ο Χριστός τους παρουσιάσθηκε χωρίς να μπορούν να τον αναγνωρίσουν. «Εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει του άρτου».
Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την επιφοίτηση την ημέρα της Πεντηκοστής, ο Λουκάς έμεινε για κάποιο διάστημα στα Ιεροσόλυμα μαζί με τους άλλους Αποστόλους και κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια όπου βρισκόταν ήδη κάποιοι από τους μαθητές.
Στην Αντιόχεια συνάντησε τον Απόστολο Παύλο κατά τη διάρκεια της δεύτερης ιεραποστολικής του περιοδείας και από κει τον ακολούθησε συνοδεύοντάς τον στην Ελλάδα.
Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Λουκάς δεν είχε γνωρίσει στη ζωή του τον κύριο και ότι συνάντησε τον Απόστολο Παύλο στην Θήβα της Βοιωτίας επί βασιλείας Κλαυδίου ενώ φρόντιζε και περιέθαλπε τους ασθενείς.
Ο Απόστολος των εθνών τον εγκατέστησε στους Φιλίππους για να εδραιώσει την εκεί νεοσύστατη εκκλησιαστική κοινότητα. Ο Λουκάς έμεινε πολλά χρόνια στην Μακεδονία και όταν ο Παύλος τον ξαναεπισκέφθηκε κατά τη διάρκεια της τρίτης του περιοδείας (58), έστειλε τον Λουκά στην Κόρινθο για να παραλάβει τις προσόδους του εράνου που είχαν κάνει οι πιστοί υπέρ των πτωχών των Ιεροσολύμων. Μετέβησαν μαζί στη αγία πόλη ενδυναμώνοντας τις Εκκλησίες που συναντούσαν στην διαδρομή τους.
Όταν ο Παύλος συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, ο Λουκάς δεν τον εγκατέλειψε αλλά τον ακολούθησε μέχρι τη Ρώμη.
Εκεί στη Ρώμη, υπό την καθοδήγηση του Παύλου, ο Λουκάς συνέγραψε το Ευαγγέλιό του και τις Πράξεις των Αποστόλων, που αφιέρωσε στον ηγεμόνα της Αχαΐας Θεόφιλο, ο οποίος είχε ασπασθεί τον χριστιανισμό.
Ο Απόστολος Παύλος έμεινε στη φυλακή δύο χρόνια και κατόπιν αποφυλακίστηκε και ξανάρχισε τις περιοδείες του έχοντας μαζί του τον πιστό μαθητή του Λουκά. Λίγο αργότερα ο Νέρων εξαπόλυσε μεγάλο διωγμό κατά των χριστιανών της Ρώμης. Έτσι ο Παύλος επέστρεψε στην πρωτεύουσα για να στηρίξει τους πιστούς. Εκεί συνελήφθη και ερρίφθη εκ νέου στη φυλακή σε συνθήκες πολύ χειρότερες από τις προηγούμενες. Ο Λουκάς έμεινε κοντά του ακλόνητα όταν όλοι οι υπόλοιποι τον είχαν πλέον εγκαταλείψει.
Μετά την ένδοξο τελείωση του Αποστόλου των Εθνών, ο Λουκάς πήρε το δρόμο της επιστροφής κηρύττοντας το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στην Ιταλία, στη Δαλματία, στη Μακεδονία, στην Αχαΐα. Πήγε επίσης στην Αίγυπτο και έφθασε μέχρι τη Θηβαΐδα και όπου χειροτόνησε τον άγιο Άβιλο δεύτερο επίσκοπο Αλεξανδρείας.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Λουκάς έγινε επίσκοπος των Θηβών. Χειροτόνησε πρεσβύτερους και διακόνους, ανήγειρε ναούς και με την προσευχή του θεράπευε τους ψυχικά και σωματικά ασθενούντες. Εκεί σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων χρονών, τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον έγδαραν ζωντανό, τον σταύρωσαν σε μια ελιά και έτσι παρέδωσε ο άγιος Απόστολος την ψυχή του στον Κύριο.
Θαυματουργό υγρό ανέβλυζε κατόπιν από τον τάφο του, το οποίο θεράπευε τις ασθένειες ιδίως δε αυτές των οφθαλμών σε όσους χρίονταν με πίστη με αυτό.
Η παράδοση επίσης αναφέρει ότι ο άγιος Λουκάς υπήρξε ο πρώτος αγιογράφος και ότι φιλοτέχνησε την εικόνα της Θεοτόκου ενώ ακόμη εκείνη ζούσε. Η Παναγία δέχτηκε με χαρά την εικόνα και είπε: «Η χάρις παρ’ εμού τεχθέντος είη μετ’ αυτής!». (πρόκειται για την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας η οποία κατεστράφη από τους τούρκους κατά την άλωση).
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ, ελέησον ημάς. Αμήν.