Οι τρεις αυτές αδελφές, Πίστις, Ελπίς και Αγάπη ζούσαν σε κάποια πόλη της Ιταλίας την εποχή του Ανδριανού (17-138). Γόνοι περιφανούς οικογενείας, ανατράφηκαν από την χήρα μητέρα τους Σοφία με πίστη , ελπίδα και αγάπη. Όταν κάποτε έμειναν στην Ρώμη, η φήμη του ενάρετου βίου τους διέτρεξε την πόλη και έφτασε στον Ανδριανό, ο οποίος αρχικά προσπάθησε να της πείσει να αρνηθούν τον Χριστό. Πιστεύοντας πως η αμοιβαία συμπαράστασή τους, τους έδινε την δύναμη να του αντιστέκονται, σκέφτηκε να τις εξετάσει ξεχωριστά την κάθε μία.
Κράτησε λοιπόν μόνο την Πίστη, που ήταν δώδεκα ετών και την προέτρεψε να θυσιάσει στην θεά Άρτεμη. Η μάρτυς περιγέλασε το άψυχο ξόανο και ο τύραννος διέταξε να την γυμνώσουν και να την ραβδίσουν δυνατά. Έπειτα της έκοψαν του μαστούς, από τους οποίους αντί για αίμα έτρεξε γάλα. Εν συνεχεία την ξάπλωσαν σε πυρακτωμένη σχάρα. Θεία επέμβαση όμως εκμηδένισε την θερμότητά της. Πεισμωμένος ο Ανδριανός έριξε την Πίστη σε τηγάνι με βραστή πίσσα και άσφαλτο. Όταν η Πίστις στάθηκε στο μέσον του καυτού μίγματος, η καυστικότης μεταβλήθηκε σε δροσιά.
Βλέποντας ο Ανδριανός ότι καμιά τιμωρία δεν την έβλαπτε διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Η Πίστις με χαρά ασπάσθηκε την μητέρα της και τις αδερφές της και έκλινε τον αυχένα για να λάβει τον δια ξίφους θάνατο.
Την άλλη μέρα ο ασεβής τύραννος υποσχέθηκε στην δεκαετή Ελπίδα ότι θα την αφήσει ελεύθερη, αν προσκυνήσει την θεά Άρτεμη. Η Ελπίς απάντησε ότι δεν ήταν μόνο ομογάλακτη αλλά και ομόφρων με την πίστη. Τότε ο Ανδριανός διέταξε να την γυμνώσουν, να την μαστιγώσουν και να την ρίξουν μέσα σε αναμμένο καμίνι. Όρθια η μάρτυς εν μέσω φλογών ευχαριστούσε τον Θεό που την διαφύλαττε αβλαβή. Κατόπιν ξέσχισαν τις σάρκες της με σιδερένια νύχια, η μάρτυς όμως έλεγε πως με τη δύναμη του Χριστού και πάλι θα νικήσει τον τύραννο. Ο Ανδριανός διέταξε να την ρίξουν μέσα σε λέβητα γεμάτο από κοχλάζουσα πίσσα και ρητίνη. Όταν όμως είδε ότι το μεν χάλκωμα έλειωσε, το δε καυτό μίγμα χύθηκε έξω και έκαυσε πολλούς απίστους, ενώ η Ελπίς δεν έπαθε τίποτα, αποφάσισε και γι’ αυτήν τον δια ξίφους θάνατο. Η Ελπίς έλαβε την ευχή την μητέρας της παρότρυνε την Αγάπη στον αγώνα και κατεφίλησε το μαρτυρικό λείψανο της Πίστεως. Κατόπιν έκλινε τον αυχένα για να προσφέρει την τίμια κεφαλή της στον χριστό.
Αισιόδοξος ο δικαστής για την ενναετή Αγάπη με κολακευτικούς λόγους άρχισε να την προτρέπει στην ασέβεια. Με πολλή παρρησία όμως η Αγάπη τον σταμάτησε και του είπε: «Μη σε πλανά η μικρή μου ηλικία και νομίζεις ότι εύκολα θα την εξαπατήσεις με τις κολακείες σου. Δεν θα αργήσει η πείρα να σε διδάξει ότι κι εγώ είμαι καρπός της ίδιας ρίζας.
Ο τύραννος παροξυμμένος από την ελευθεροστομία της την παρέδωσε να την κρεμάσουν και να την τανύσουν με λουριά, ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη της. Έπειτα της είπε αν θέλει να γλυτώσει από την πυρακτωμένη κάμινο που της ετοίμασε να πει μόνο «Μεγάλη η θεά Άρτεμις». Σε απάντηση η Αγάπη έτρεξε μόνη της μέσα στις φλόγες. Ευθύς η φωτιά διασκορπίστηκε και έκαψε πολλούς από τους παρευρισκομένους. Οι στρατιώτες που έστειλε ο Αδριανός να τη συλλάβουν, έβλεπαν λευκοφόρους νέους να ψάλλουν μαζί της και δεν τόλμησαν να την πειράξουν. Όταν η μάρτυς εξήλθε άθικτη μέσα από το καμίνι, διετρύπησαν το σώμα της με τρυπάνια και τέλος την αποκεφάλισαν.
Η Σοφία ενεταφίασε μεγαλοπρεπώς τα μαρτυρικά σώματα των τριών θυγατέρων της και ύστερα από τρεις μέρες, καθώς είχε προσπέσει στον τάφο τους και τις παρακαλούσε να δεχθούν και αυτή σύσκηνο στα ιερά σκηνώματα που κατοικούσαν, παρέδωσε την ψυχή της στον κύριο για να προστεθεί μαζί τους στον χορό των αγίων.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.