Ο άγιος μάρτυς Νικήτας έζησε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (330). Αν και Γότθος, καταγόμενος από την περιοχή του δέλτα του Δούναβη (στην Μαύρη θάλασσα), ως βλαστός όμως περιφανούς οικογενείας διετήρησε την έμφυτη ευγένειά του ανόθευτη από την βαρβαρότητα του γένους του. Ο έρωτας των αρετών σύντομα τον οδήγησε κοντά στον αγιώτατο Θεόφιλο, αρχιεπίσκοπο Γοτθίας, έναν από τους διαλάμψαντες πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, από τον οποίο διδάχθηκε την χριστιανική πίστη.
Την εποχή αυτή η θρησκευτική αντίθεση είχε χωρίσει τους Γότθους σε δύο στρατόπεδα. Το ένα ήταν οι οπαδοί του Αθανάριχου ενός ειδωλολάτρου και το άλλο οπαδοί του Φριτιγέρνη ενός χριστιανού. Ο Φριτιγέρνης βλέποντας την στρατιωτική υπεροχή του αντιπάλου του ζήτησε βοήθεια από το Βυζάντιο και ο βασιλεύς Ουάλης (364-378) του παραχώρησε το στράτευμα της Θράκης. Ο Φριτιγέρνης, έχοντας προπορευόμενων όλων των στρατιωτικών του δυνάμεων τον Τίμιο Σταυρό, νίκησε κατά κράτος τον Αθανάριχο, ο οποίος μόλις διέφυγε τη σφαγή. Αυτή η νίκη έγινε η αιτία πολλοί Γότθοι να ασπασθούν τον χριστιανισμό. Αργότερα ο Αθανάριχος ανέκτησε τη δύναμή του και πνέοντας μίσος κατά των χριστιανών τους συλλάμβανε και τους υπέβαλλε σε σκληρά βασανιστήρια.
Ο Νικήτας, γνωστός για την ευσέβειά του συνελήφθη ξαφνικά την ώρα που κήρυττε. Οι ασεβείς τον οδήγησαν στον Αθανάριχο και ευθύς τον υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια. Του συνέτριψαν όλα τα μέλη του και τον έριξαν στην φωτιά, αλλά και μέσα από τις φλόγες ο άγιος δεν έπαυε να υμνεί τον Θεό, μέχρις ότου παρέδωσε την ψυχή του.
Κάποιος φίλος του Νικήτα, ο Μαριανός θέλησε να περισυλλέξει ότι λείψανο είχε απομείνει από τη φωτιά, αλλά δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον μάρτυρα από τα σώματα των άλλων μαρτύρων. Τότε μια ουράνια δύναμη υπό μορφή αστέρος στάθηκε πάνω στο σώμα του Νικήτα. Ο Μαριανός το αναγνώρισε αμέσως, διότι είχε διαφυλαχθεί σώο και ολόκληρο. Το κατεφίλησε, το έβαλε σε θήκη και το μετέφερε στη Μοψουεστία όπου επιτελούσε πολλά θαύματα.
Όσιος πατήρ Φιλόθεος ο πρεσβύτερος και θαυματουργός
Κατάγονταν από το χωριό Μύρμηγκας του Οψικίου της Μ. Ασίας. Η μητέρα του Θεοφίλη είχε διδάξει από μικρό τον άγιο να σμιλεύει τη ζωή του με θεϊκές πράξεις. Έτσι ο Φιλόθεος εξαντλούσε το σώμα του με νηστείες και συνεχείς γονυκλισίες, προσεύχονταν πολλή ώρα με τα χέρια υψωμένα και έκανε ελεημοσύνες σκορπώντας τα αγαθά του στους πτωχούς.
Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου προτίμησε τον έγγαμο βίο και νυμφεύθηκε. Μετά την γέννηση των παιδιών του έζησε με σωφροσύνη προτρέποντας την σύζυγό του στα κατορθώματα των αρετών.
Χειροτονήθηκε ιερεύς. Από τη στιγμή της χειροτονίας του και έπειτα, ο ήλιος τον έβλεπε μόνο όταν έσκαβε και καλλιεργούσε τη γη για να συντηρεί την οικογένειά του και να απονεκρώνει τις επιθυμίες της σαρκός του.
Ο Θεός τον χαρίτωσε με το να επιτελεί πολλά θαύματα. Πλήθυνε άρτους με την επίθεση των χειρών του, μετέβαλε νερό ποταμού σε οίνο σχηματίζοντας πάνω του το σημείο του Σταυρού, μετέθεσε πελώρια και αμετακίνητη πέτρα με έναν του μόνο λόγο και πολλά άλλα προκειμένου να βοηθήσει αυτούς που είχαν ανάγκη.
Μετά την κοίμησή του το σώμα του παρέμεινε άφθαρτο και ευωδιάζον. Καθώς μάλιστα δύο ιερείς έσκυψαν για να ανασηκώσουν το ιερό σκήνωμα για να το μεταφέρουν σε καλύτερο μνήμα, ο άγιος άπλωσε τα δύο του χέρια, τους κράτησε γερά από τους ώμους και σηκώθηκε όρθιος. Περπάτησε τρία βήματα και μόνος του κατετέθη στο νέο μνήμα. Από τον τάφο του ανέβλυζε αέναο μύρο.
Ο άγιος μάρτυς Πορφύριος ήταν μίμος και γελωτοποιός, την εποχή του του Ιουλιανού του Παραβάτου (360-363). Προσκεκλημένος από τον Ιουλιανό στο συμπόσιο των γενεθλίων του, για να διασκεδάσει τους συνδαιτυμόνες, πήρε εντολή να διακωμωδήσει τα μυστήρια των χριστιανών. Καθώς όμως καταδυόταν μέσα στα ύδατα και αναφωνούσε «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Πορφύριος, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», τον επισκίασε η Θεία Χάρη και πίστεψε στον Χριστό. Βγαίνοντας από τα ύδατα, ενδύθηκε τον λευκό χιτώνα και άφοβος ομολόγησε πως πράγματι ήταν χριστιανός. Με διαταγή του Ιουλιανού αποκεφαλίστηκε, τελειώνοντας ως μάρτυς την παράσταση.
Ο άγιος Συμεών γεννήθηκε κατά το δεύτερο μισό του ιδ΄αιώνος στην Κωνσταντινούπολη όπου έλαβε ελληνική και θεολογική παιδεία. Εκάρη μοναχός σε νεανική ηλικία στην μικρή αδελφότητα των Ξανθόπουλων. Αργότερα διακόνησε ως ιεροκήρυκας στην Βασιλεύουσα. Ο Μανουήλ Β΄Παλαιολόγος ο τότε αυτοκράτορας τον εξέλεξε αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Ο Συμεών δέχθηκε απρόθυμα τον διορισμό. Η Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη βρίσκοντας σε εξαθλίωση τόσο οικονομική όσο και κοινωνική κάτι που προπαρασκεύασε την οριστική άλωση της πόλης από τους τούρκους το 1430. Ο Συμεών συνιστούσε πιστότητα στην Ορθοδοξία και στον αυτοκράτορα και εμπιστοσύνη στην βοήθεια του θαυματουργού αγίου Δημητρίου.
Τον Ιούνιο του 1422 αποτόλμησε κρυφή αναχώρηση για την πρωτεύουσα αποβλέποντας την εξασφάλιση οικονομικής βοήθειας υπέρ της Θεσσαλονίκης. Τα στρατεύματα ‘όμως του Μουράτ εμπόδισαν το ταξίδι του κι έτσι ο Συμεών σαν δέσμιος μέσα στην αρχιεπισκοπή του ασθενής και με οδύνη ψυχής παρακολουθούσε τα δεινά των πολιορκημένων συμπολιτών του.
Αφού ήταν αδύνατο να αποτρέψει την παράδοση της πόλης , την τελευταία στιγμή παρενέβη προσωπικά στην σύναψη συμφωνίας με τους Βενετούς και παρά τις παπικές αξιώσεις πέτυχε να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν όροι που προστάτευαν τα δικαιώματα των κατοίκων και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς.
Η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε τελικά στους Βενετούς το 1423, σώθηκε όμως από την Ουνία. Η Βενετοκρατία διήρκησε επτά χρόνια (1423-1430).
Παρά τις συνεχείς λιτανείες, τις προσευχές και τις ελεημοσύνες του Συμεών η Τουρκική κατάκτηση δεν απεφεύχθη. Λίγο πριν την τελευτή του ο άγιο είδε καθ’ ύπνον ότι είχε εισέλθει σε λαμπρό και μεγάλο οίκο. Καθώς όμως θαύμαζε το κάλλος και το μέγεθός του, άκουσε φωνή που του έλεγε: «Αυτός ο οίκος, Δέσποτα, του οποίου την λαμπρότητα παρατηρείς με τόση προσοχή, εντός ολίγου κρημνίζεται, και έξελθε γρήγορα για να μη σε καταπλακώσει». Εκοιμήθη αιφνιδίως στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1429, έξι μήνες πριν την άλωση της Θεσσαλονίκης από τον Μουράτ για να μη δει με τα μάτια του την αγαπημένη του πόλη στα χέρια των αθέων.
Ο Συμεών υπήρξε συνεχιστής της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και ο κορυφαίος λειτουργιολόγος της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Συνέθεσε πλήθος ύμνων και προσευχών, υπομνήματα για όλα τα σύμβολα, τα τυπικά και τα μυστήρια της Εκκλησίας. Εξέθεσε με σαφήνεια την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία έναντι του Ιουδαϊσμού, του Ισλαμισμού και των Λατίνων.