Μετά την επιτυχή έκβαση της Συνόδου της Νικαίας (325) ο Μέγας Κωνσταντίνος θέλησε να προσφέρει στον Θεό, ως ευχαριστία ένα ναό στα Ιεροσόλυμα, στο τόπο του κυριακού πάθους και της απολυτρώσεως του κόσμου. Όταν λοιπόν πληροφορήθηκε την ανεύρεση των Αγίων Τόπων και του Τιμίου Σταυρού ανέθεσε στον επίσκοπο Ιεροσολύμων άγιο Μακάριο (16 Αυγ) να φροντίσει για την ανέγερση του θεοπρεπούς ναού σε σχήμα βασιλικής, ο οποίος να περικλείει σε ένα μεγαλοπρεπέστατο σύμπλεγμα οικοδομημάτων τον Γολγοθά, το σπήλαιο του Παναγίου Τάφου και τον τόπο της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού.
Κατά τη διάρκεια (325-335) που διήρκησε η ανοικοδόμηση, ο Μέγας Κωνσταντίνος παρείχε άφθονα χρήματα για την αφειδώλευτη πολυτέλειά του.
Όταν ο ναός περατώθηκε, ο βασιλιάς έστειλε τον βασιλικό αντιπρόσωπό του Μαριανό στην σύνοδο της Τύρου (335), με την εντολή όλοι οι εκεί συνελθόντες επίσκοποι μετά το πέρας της συνόδου να μεταβούν στα Ιεροσόλυμα, για να τιμήσουν τον εγκαινιασμό του ναού της Αναστάσεως. Την ιεροπρεπή αυτή χορεία ακολούθησε και αναρίθμητος λαός από τις επαρχίες. Τα εγκαίνια τελέσθηκαν στις 13 Σεπτεμβρίου 335.
Ο ναός της αναστάσεως απέβη το σύμβολο της νίκης του χριστιανισμού και απετέλεσε αρχιτεκτονικό πρότυπο για το κτίσιμο πλήθους άλλων ναών ανά τον κόσμο.
Ο άγιος Κορνήλιος, ήταν εκατόνταρχος της ρωμαϊκής μεραρχίας και ζούσε στην Καισάρεια. Παρά το ότι ήταν ειδωλολάτρης, ήταν άνθρωπος δίκαιος και θεοφοβούμενος. Έκανε πολλές ελεημοσύνες και παρακαλούσε συνεχώς τον Θεό να τον φωτίσει.
Κάποια μέρα ενώ προσευχόταν παρουσιάστηκε σ’ αυτόν άγγελος ο οποίος τον προέτρεψε να καλέσει στο σπίτι του τον απόστολο Πέτρο.
Την επομένη ο Πέτρος είδε όραμα το οποίο έδειχνε ένα σεντόνι να κατεβαίνει απ’ τον ουρανό, μέσα στο οποίο υπήρχαν όλα τα ζώα της γης, ακόμη κι αυτά που θεωρούνταν ακάθαρτα από τον Μωσαϊκό νόμο. Μία φωνή τον παρότρυνε να φάει λέγοντας: «Α ο Θεός εκαθάρισε συ μη κοίνου» (Πραξ. 10,15). Ο Απόστολος κατάλαβε ότι ο Θεός τον καλούσε να κηρύξει στα έθνη, διότι ο Θεός δεν ανήκει μόνο στους ισραηλίτες αλλά σε όλο τον κόσμο. Ο Πέτρος αμέσως αναχώρησε για την Καισάρεια και δίδαξε στον ευσεβή Κορνήλιο και την οικογένειά του και βάπτισε πολλούς άλλους εθνικούς. Από τότε ο Κορνήλιος συναναστρέφονταν με τους αποστόλους ακολουθώντας τους στην Φοινίκη, στην Κύπρο, στην Αντιόχεια και στην Έφεσο. Ο κλήρος για να κηρύξει ο ίδιος το Ευαγγέλιο του έπεσε για την πόλη της Τροίας. Μόλις αφήχθη στην πόλη, ο τοπάρχης της περιοχής Δημήτριος τον κάλεσε στα ανάκτορα. Ο Κορνήλιος υποκρίθηκε ότι ήθελε να τάχατις να γνωρίσει τους θεούς ειδωλολατρών και ο τοπάρχης άνοιξε τον ναό του Διός και ο άγιος εισήλθε και προσευχήθηκε. Όταν εξήλθε έγινε μεγάλος σεισμός ο οποίος γκρέμισε τον ναό και συνέτριψε τα είδωλα και έθαψε κάτω από τους σωρούς των μπαζών την γυναίκα και τον γιο του Δημητρίου.
Εξοργισμένος ο άρχοντας της περιοχής διέταξε να συλλάβουν τον Κορνήλιο και να τον κρεμάσουν μέσα στη φυλακή. Όταν όμως πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του και ο γιος του διασώθηκαν θαυματουργικά και φώναζαν μέσα από τα χαλάσματα: «Μέγας ο Θεός των χριστιανών», τρέχοντας έφτασε στη φυλακή, έπεσε στα πόδια του αγίου και ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό.
Έκτοτε ο Κορνήλιος πολλούς ακόμη βάπτισε και έζησε στην περιοχή αυτή μέχρι την τελευτή του. Ο τάφος του μετά από χρόνια σκεπάστηκε από χόρτα και λησμονήθηκε. Θαυματουργικά όμως ο άγιος τον φανέρωσε και στον τόπο αυτό χτίστηκε αργότερα εκκλησία.
Όταν επρόκειτο να μετατεθούν εκεί τα λείψανά του, η τίμια λάρνακα που τα περιείχε κινήθηκε μόνη της και ακολουθώντας την λιτανεία εισήλθε στον ναό. παρά τις προσπάθειες που κατέλαβαν οι πιστοί ο άγιος αρνήθηκε να μπει στο ιερό βήμα. Έμεινε στο καθολικό κι από κει επιτελούσε πλήθος θαυμάτων.
Ο διάκονος Κρονίδης και οι μαθητές του Λεόντιος και Σεραπίων έζησαν κατά την εποχή του μεγάλου διωγμού του Μαξιμιανού (304). Ο τόπος που έδρασαν ήταν η Αλεξάνδρεια.
Τους συνέλαβαν και προσπάθησαν να τους εξαναγκάσουν να προσκυνήσουν τα είδωλα. Οι άγιοι όμως έμειναν ακλόνητοι στην πίστη του Χριστού και οι δήμιοι τους έρριψαν δεμένους στην θάλασσα. Άγγελοι Κυρίου έβγαλαν τα μαρτυρικά τους σώματα στην ακτή και εν συνεχεία εμφανίστηκαν σε πιστούς με την εντολή να τους ενταφιάσουν.
Στην Γαλάτια ο άγιος Σέλευκος παραδόθηκε σε θηρία τα οποία τον καταβρόχθισαν. Στην Βιθυνία μαρτύρησε ο Σέλευκος και στην Βιθυνία ο άρχοντας του τόπου αφού απότυχε να πείσει τον Στράτων να προσκυνήσει τα είδωλα, τον έδεσε την μία μεριά του σώματος σε ένα κυπαρίσσι και την άλλη σε ένα άλλο. Τα λύγισε και όταν τα άφησε ελεύθερα, αυτά επανερχόμενα στη φυσική τους θέση έσκισαν το σώμα του μάρτυρος στα δύο.
Αυτοί οι άγιοι μαρτύρησαν την εποχή του βασιλέως Λικινίου (320 μ.Χ). Ο Μακρόβιος και ο Γορδιανός νέοι στην ηλικία υπηρετούσαν στην τράπεζα του βασιλέως. Επειδή όμως παρέμειναν στέρεοι στην πίστη τους στον Χριστό, ο βασιλέας τους εξόρισε στην Σκυθία. Οι δύο αυτοί άγιοι συνάντησαν στην σημερινή Κωνστάντζα της Ρουμανίας τους αγίους Ζωτικό, Ηλία και Λουκιανό. Οι τρεις αυτοί άγιοι τελειώθησαν διά ξίφους ομολογούντες τον Χριστό, ενώ ο Μακρόβιος και ο Γορδιανός παραδόθηκαν κατόπιν στο πυρ. Τότε ο φίλος τους Βαλεριανός, θρηνώντας πάνω στους τάφους των αγαπημένων του φίλων, παρέδωσε κι αυτός την ψυχή του στον Κύριο.
Ο όσιος Ιερόθεος γεννήθηκε το 1686 στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου. Από νέος ήταν φιλομαθής και ευσεβής. Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου οι γονείς του τον αρραβώνιασαν παρά τη θέλησή του. Κατά Θεία Πρόνοια όμως λίγες μέρες πριν τον γάμο οι γονείς του πέθαναν ξαφνικά και ο νέος ελεύθερος πια έφυγε για την Ζάκυνθο. Εκεί πλούσιοι συγγενείς του τον προέτρεπαν να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ευρώπη, όμως αυτός είχε πάρει πλέον την μεγάλη απόφαση για τον ίδιο και έτσι μετέβη στο Άγιον Όρος όπου εκεί συγκατοίκησε με έναν ερημίτη.
Διαπίστωσε όμως ότι η οδός της ησυχίας είναι επικίνδυνη για όποιον δεν έχει εξασκηθεί πρώτα στην υπακοή. Έτσι πήγε να μονάσει στην Μονή Ιβήρων, όπου ρασοφορέθηκε. Από κει συνόδευσε μοναχούς της Μονής στην Κωνσταντινούπολη, με κρυφή επιθυμία να μαρτυρήσει υπέρ του Χριστού. Επειδή ο πόθος του δεν πραγματοποιήθηκε, αναχώρησε για την Βλαχία και στην συνέχεια για την Βενετία. Τελικά επέστρεψε στην Μονή Ιβήρων όπου αφιερώθηκε στην αγρυπνία και την προσευχή.
Σε ηλικία τριάντα ετών αξιώθηκε της ιεροσύνης. Από τότε αύξανε καθημερινώς τους ασκητικούς του αγώνες. Ολιγόστευσε κατά πολύ την ημερήσια τροφή του, έφτασε δε σημείο να τρέφεται μία φορά κάθε δεκαπέντε μέρες, ενώ κοιμόταν μία μόνο ώρα το εικοσιτετράωρο.
Όταν μεγάλο θανατικό έπληξε την Σκόπελο, ο όσιος μαζί με άλλους μοναχούς πήγε στο νησί όπου υποκύπτοντας στην αγάπη των κατοίκων παρέμεινε για οκτώ χρόνια. Αργότερα έχοντας μεγάλο πόθο για την ησυχία, αναχώρησε μαζί με τον μαθητή του Μελέτιο για το ερημονήσι Γιούρα όπου ασκήθηκε μαζί με άλλους δύο αδελφούς. Εκεί εξασθενημένος από την πολύ άσκηση αρρώστησε και κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 13 Σεπτεμβρίου 1745, σε ηλικία πενήντα πέντε ετών. Ο μαθητής του Μελέτιος όταν έκανε την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου επέστρεψε στην Μονή Ιβήρων την τίμια κάρα και την σιαγόνα του διδασκάλου του, οι οποίες ευωδιάζουν και ενεργούν πολλά θαύματα.
Η αγία Κετεβάν έζησε στην Γεωργία στα τέλη του Ιστ’ αιώνα και στις αρχές του ΙΖ΄αιώνα.
Ήταν κόρη βασιλιά γαλουχημένη με την ορθόδοξη πίστη. Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου έλαβε ως σύζυγό της τον γιο του βασιλιά της Καχέτης Αλεξάνδρου Β΄ (1577-1605), τον Δαβίδ. Ο Δαβίδ όμως πέθανε το 1601 αφήνοντας πίσω του έναν γιο τον Τεϊμουράζ.
Ο αδελφός του Δαυίδ ο Κωνσταντίνος ο οποίος είχε γίνει μωαμεθανός όταν πιάστηκε αιχμάλωτος των περσών, είχε σκοτώσει τον αδερφό του και τον πατέρα του παίρνοντας τα ηνία της βασιλείας της Καχέτης. Όμως δεν του έφτανε αυτό και θέλησε να παντρευτεί την Κετεβάν, χήρα του Δαυίδ για να βασιλεύσουν μαζί στην χώρα.
Η Κετεβάν όμως αρνήθηκε, διότι είχε πάρει ήδη την απόφαση να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής της στον ουράνιο Νυμφίο. Ακολούθησε μάχη στην οποία ο στρατός της ευλαβούς βασίλισσας σκότωσε τον Κωνσταντίνο και σε λίγο ο Τεϊμουράζ στέφθηκε επίσημα βασιλέας της Καχέτης.
Την εποχή όμως εκείνη οι Πέρσες έκαναν εκστρατείες προσπαθώντας να διευρύνουν τα σύνορά τους και να επιβάλουν τον Μωαμεθανισμό. Το 1614 ο σάχης Αμπάς κίνησε εναντίον της Γεωργίας. Η βασίλισσα Κετεβάν μετέβη τότε στην περσική αυλή για να παρακαλέσει τον σάχη να μην καταστρέψει την πατρίδα της. Ο πονηρός σάχης όμως προσκάλεσε και τον Τεϊμουράζ, αλλά εκείνος υποψιαζόμενος τα κίνητρα του σάχη αρνήθηκε να πάει.
Ο Αμπάς χωρίς να χάσει χρόνο φυλάκισε την Κετεβάν και την συνοδεία της και εισέβαλε στην Γεωργία κατασφάζοντας τεράστιους πληθυσμούς, ατιμάζοντας γυναίκες και βεβηλώνοντας εκκλησίες.
Στη συνέχεια ζήτησε από την Κετεβάν να αρνηθεί τον χριστιανισμό προτείνοντάς της να την κάνει γυναίκα του. η ευσεβής όμως βασίλισσα αρνήθηκε την πρότασή του και αμέσως άρχισε να προετοιμάζεται για το μαρτύριο με αυστηρή νηστεία και ολονύκτια προσευχή.
Η στιγμή του μαρτυρίου της έφτασε. Την οδήγησαν στην πλατεία, άναψαν φωτιά μέσα στην οποία πυράκτωσαν σιδερένιες τσιμπίδες. Έπειτα γύμνωσαν την αγία, την κρέμασαν σε ένα δέντρο και με τις πυρακτωμένες τσιμπίδες της έκοψαν τους μαστούς, άδειασαν πάνω της πυρακτωμένα κάρβουνα και κατάκαιγαν ταυτόχρονα κάθε μέλος του σώματός της. Τέλος την στραγγάλισαν. Μαρτύρησε στις 13 Σεπτεμβρίου 1624 στην πόλη Σιράζ. Έκτοτε η Εκκλησία της Γεωργία εορτάζει αυτήν την ημέρα πανηγυρικά την μνήμη της. Τα λείψανά βρίσκονται στην Ρώμη όπου τα διέσωσαν και τα μετέφεραν ευλαβείς χριστιανοί.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.