Ο φωστήρας τούτο στο στερέωμα των αγίων, γεννήθηκε το 344 στην Αντιόχεια από χριστιανούς γονείς, τον Σεκούνδο και την Ανθούσα. Η Ανθούσα έμεινε χήρα σε ηλικία μόλις είκοσι ετών και αντί να νυμφευθεί πάλι προτίμησε να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής της στον Θεό και στην αγωγή του υιού της.
Φρόντισε λοιπόν για την επιμελημένη μόρφωσή του στα ελληνικά γράμματα κοντά στους καλύτερους δασκάλους όπως τον Λιβάνιο. Ο Λιβάνιος ήταν λαμπρός δικηγόρος της εποχής και επιθυμούσε να τον ορίσει ως διάδοχό του.
Ο Ιωάννης όμως δεν αφέθηκε να περισπαστεί στις ματαιότητες τούτου του κόσμου. Βαπτίστηκε σε ηλικία 18 ετών, έγινε αναγνώστης λίγο αργότερα και έκτοτε στράφηκε προς την αληθινή φιλοσοφία των αγίων.
Αποσύρθηκε στο οικογενειακό τους κτήμα για να επιδοθεί με ζήλο στην κατά Χριστόν άσκηση. Προόδευσε τόσο πολύ και σε σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε πολύ γρήγορα απέκτησε την ικανότητα του να προσεύχεται αρεμβάστως και να διατηρεί σε κάθε περίσταση ατάραχη τη διάνοιά του.
Σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, η φήμη του είχε ήδη διαδοθεί και επίσκοπος Αντιοχείας θέλησε να τον χειροτονήσει πρεσβύτερο, αλλά ο ταπεινόφρων Ιωάννης, προτίμησε να φύγει και χάρη σε ένα τέχνασμά του κατάφερε να χειροτονηθεί στη θέση του ο φίλος του Βασίλειος.
Όταν εκοιμήθη η μητέρα του απαρνήθηκε πλήρως τον κόσμο για να αποσυρθεί μεταξύ των μοναχών που ζούσαν στα βουνά γύρω από την Αντιόχεια. Μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής άσκησης, ο Ιωάννης αποφάσισε να αποσυρθεί μόνος, μόνω τω Θεώ, προσομιλών σε μια σπηλιά. Εκεί μπόρεσε να επιδοθεί στους πιο σκληρούς αγώνες για να υποτάξει τη σάρκα και το πνεύμα. Πέρασε όλη την περίοδο δίχως στιγμή να καθίσει για να κοιμηθεί, κρεμασμένος από τους ώμους σε ένα σχοινί δεμένο από την οροφή.
Από την πολύ όμως σκληραγωγία μετά από δύο χρόνια αρρώστησε βαριά στα νεφρά και χρειάστηκε να επιστρέψει στην Αντιόχεια.
Το 381 χειροτονήθηκε διάκονος από τον άγιο Μελέτιο (12 Φεβ) και μετά από δύο χρόνια πρεσβύτερος από τον Φλαβιανό. Για δώδεκα χρόνια ανέλαβε την πνευματική καθοδήγηση της μεγάλης Μητροπόλεως. Λέγεται ότι τη στιγμή της χειροτονίας του πολλοί είδαν μία λευκή περιστερά να κάθεται στο κεφάλι του.
Ο Ιωάννης είχε τόση ευγλωτία που σε κάθε ομιλία του συνέρρεε όλη η πόλη για να τον ακούσει. Συχνά ο ενθουσιασμός του κόσμου ήταν τόσο μεγάλος, που η ομιλία του διακόπτονταν από θυελλώδεις επευφημίες. Εξαιτίας αυτής της ευφράδεια λόγου που τον διέκρινε, του απέδωσαν την ονομασία «Χρυσόστομος».
Το 397 εκοιμήθη ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος (11 Οκτ) και ο χηρεύων θρόνος έγινε αντικείμενο δριμείας αντιζηλίας εκ μέρους του Θεοφίλου πατριάρχου Αλεξανδρείας ο οποίος επιθυμούσε να τοποθετήσει εκεί έναν από τους ανθρώπους του τον Ισίδωρο. Η φήμη όμως που είχε ο Ιωάννης ήταν τόσο μεγάλη που ώστε ο αυτοκράτορας Αρκάδιος τον όρισε νέο αρχιεπίσκοπο και τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη.
Κατ’ εντολή του ενθρονίστηκε το 398 από τον Θεόφιλο ο οποίος του κρατούσε βαθειά έχθρα.
Ξένος προς κάθε είδους δουλικής ευγνωμοσύνης προς τους ισχυρούς της αυλής του αυτοκράτορα που είχαν στηρίξει την χειροτονία του, δεν άργησε να επιτεθεί στην υπερπολυτέλεια, την τρυφή, την υποκριτική ευλάβεια των πλουσίων, δίχως όμως ποτέ να τους καταδικάζει ονομαστικά.
Ο ίδιος έτρωγε πάντοτε μόνος του ίσα-ίσα για να συντηρεί το ασθενικό του σώμα, δεν δέχονταν ποτέ προσκλήσεις με σκοπό να αποφεύγει τις κοσμικές συζητήσεις. Πενρούσε τον χρόνο του προσευχόμενος, μελετώντας, φροντίζοντας τους ασθενείς, τους φτωχούς, τους φυλακισμένους και όσους άλλους είχαν ανάγκη. Οργάνωνε λιτανείες και ψαλμωδίες που αντιχούσαν στην Βασιλεύουσα από το πρωί ως το βράδυ. Συνέθεσε τις ευχές της Θείας Λειτουργίας που τελούμε μέχρι σήμερα. Όταν λειτουργούσε έβλεπε συχνά να κατεβαίνει από τον ουρανό πλήθος αγγέλων που έρχονταν να σταθούν κύκλω στο θυσιαστήριο.
Μία νύχτα ο μαθητής του Πρόκλος (20 Νοε), που τον διακονούσε, κοίταξε κρυφά στο κελί του και είδε ότι ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος στεκόταν πλάι του και του υπαγόρευε την ερμηνεία των επιστολών του.
Όμως σύντομα ο φθόνος του διαβόλου δεν άργησε να του επιτεθεί. Ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας, εκμεταλλευτικέ τον θυμό κάποιων αρχοντισσών της Κωνσταντινουπόλεως και την ταυτόχρονη προστασία που είχε προσφέρει ο Ιωάννης στους Μακρούς αδελφούς και σε μια ομάδα πενήντα περίπου μοναχών, που είχαν χαρακτηριστεί ωριγενιστές και έτσι πέτυχε την εκθρόνισή του από τη σύνοδο της Δρυός (403). Ο Ιωάννης δεν απάντησε στις κακολογίες αυτές παραδιδόμενος ο ίδιος στους στρατιώτες που τον οδήγησαν στην Βιθυνία, παρά το γεγονός του ότι πολλοί οπαδοί του ήταν έτοιμοι να εξεγερθούν.
Αμέσως όμως μετά την αναχώρησή του, σεισμός ισχυρός συγκλόνισε την πρωτεύουσα, ακολουθούμενος από καταστροφές αναγκάζοντας την αυτοκράτειρα Ευδοξία να συναισθανθεί το σφάλμα της και να τον καλέσει πίσω.
Το 404 όμως ο Θεόφιλος και οι περί αυτών κατόρθωσαν να πείσουν τον αυτοκράτορα να μην παραστεί στις ακολουθίες του Πάσχα στις οποίες χοροστατούσε ο Ιωάννης με το πρόσχημα ότι κατείχε τον θρόνο αντικανονικά. Ο Αρκάδιος προχώρησε στην εκδίωξε του αρχιεπισκόπου και των πρεσβυτέρων που παρέμεναν πιστοί στον άγιο, καθώς και των πιστών. Κατά το Μ. Σάββατο έγινε τόση αναταραχή με αποτέλεσμα να χυθεί αίμα στις κολυμβήθρες που τελούνταν οι βαπτίσεις. Τέλος μετά την Πεντηκοστή η Ευδοξία διέταξε και πάλι ο Ιωάννης να αναχωρήσει από την τον θρόνο του. Εκείνος παραδώθηκε οικειοθελώς, όμως ο λαός που συγκεντρώθηκε στην Αγιά Σοφιά εμπόδισε την φυγή του με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν μεγάλες συγκρούσεις καταστρέφοντας μεγάλο τμήμα του καθεδρικού ναού και του παλατιού της Συγκλήτου.
Ο Ιωάννης παρόλα αυτά εξορίστηκε στη Νίκαια και κατόπιν στην Αρμενία.
Ο πάπας Ρώμης Ιννοκέντιος προσπάθησε να τον στηρίξει, δίχως επιτυχία όμως. Εκ νέου τον εξόρισαν στην Μαύρη θάλασσα, στους πρόποδες του Καυκάσου. Δίχως να σεβαστούς την ηλικία του και το ασθενικό του σώμα, τον ανάγκαζαν να πεζοπορεί με όλους τους καιρούς και σε τραχείς δρόμους. Μετά από τρεις μήνες έφτασαν στα Κόμανα του Πόντου όπου εκεί παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό λέγοντας: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!». (14 Σεπτ 407).
Τα τίμια λείψανά του επέστρεψαν θριαμβικά στη Βασιλεύουσα το 438.
Ταις των σων αγίων Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς , αμήν.