ΙΒ΄(12η) Νοεμβρίου.

2013-11-12 21:03
  • Τη δωδεκάτη του αυτού μηνός μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου του Ελεήμονος αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας.

        Ο άγιος Ιωάννης ήταν γόνος επιφανούς οικογενείας της Αμαθούντας της Κύπρου. Νυμφεύθηκε μετά από πίεση των γονέων του και απέκτησε πολλά παιδιά, που κατά παραχώρηση Θεού πέθαναν σε νεαρή ηλικία μαζί με τη μητέρα τους. Μετά από αυτά τα γεγονότα ο Ιωάννης αφιερώθηκε εξ’ ολοκλήρου στο Θεό ωσάν νέος Ιώβ.

        Το 610 χειροτονήθηκε πατριάρχης Αλεξανδρείας με το όνομα Ιωάννης Ε΄. την ίδια κι όλας μέρα συγκέντρωσε κλήρο και προσωπικό της πλούσιας μητροπόλεως της Αιγύπτου και τους έστειλε να απογράψουν όσους αποκαλούσε «κυρίους», δηλαδή του φτωχούς και επαίτες οι οποίοι αριθμούσαν  7.500 και διέταξε να τους προσφέρεται καθημερινά τροφή και στέγη.

        Έλεγε στην προσευχή του: «Θα δούμε Κύριε, ποιος από τους δυο μας θα βγει νικητής στον αγώνα αυτό: Εσύ που πάντα με ελεείς, ή εγώ που δεν παύω να μοιράζω τα ελέη σου στους φτωχούς. Γιατί αναγνωρίζω πως δεν έχω τίποτα που να μην προέρχεται από το έλεός Σου και ότι αυτό είναι που στηρίζει τη ζωή μου».

        Ο άγιος  Ιωάννης ήταν τόσο ελεήμων που έλαβε την επωνυμία «Ελεήμων» για το πλήθος των ελεημοσυνών που έκανε. Έδινε αφειδώς αντλώντας από το ταμείο της Εκκλησίας. Έδινε αδιακρίτως σε αξίους και αναξίους.

        Μία μέρα ένας φτωχός που είχε ήδη λάβει την ελεημοσύνη του, παρουσιάστηκε άλλες τρεις φορές στον άγιο μεταμφιεσμένος κάθε φορά διαφορετικά. Όταν επισήμαναν το γεγονός στον Ιωάννη, αυτός διέταξε να του δώσουν δυο φορές περισσότερα  λέγοντας: «Ίσως να είναι ο Χριστός, ο σωτήρας μου, που έρχεται επί τούτου να με δοκιμάσει».

        Όμως όσο περισσότερο σκόρπιζε γύρω του ελεημοσύνες, τόσο περισσότεροι ήταν και οι δωρητές που παρουσιάζονταν την επαύριο.

         Κάποτε ένας κληρικός που ήταν επιφορτισμένος με τις ελεημοσύνες, δεν είχε δώσει σε έναν πλούσιο  που είχε περιέλθει σε ένδεια, παρά το ένα τρίτο του ποσού που είχε ορίσει ο άγιος κρίνοντας ότι δεν ήταν λογικό να αδειάσει το ταμείο για έναν μόνο άνθρωπο. Έμεινε όμως άναυδος όταν ο Ιωάννης του αποκάλυψε πως μια αρχόντισσα  που είχε αποφασίσει να κάνει μια σημαντική δωρεά στην Εκκλησία δεν έδωσε παρά μόνο το ένα τρίτο από το προβλεπόμενο ποσό.

         Όταν το 614 οι Πέρσες εισέβαλαν στην επαρχία της Συρίας και κατέλαβαν με τρόπο αιματηρό την Ιερουσαλήμ, ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων συνέρευσε στην Αλεξάνδρεια. Ο άγιος τους δέχτηκε σαν αδελφούς του, τους ανακούφισε, έκτισε νοσοκομεία και μεγάλους ξενώνες και εξάντλησε όλους τους πόρους της Εκκλησίας για να τους θρέψει. Έστειλε επίσης στην Παλαιστίνη καράβια φορτωμένα σιτηρά και τρόφιμα, καθώς και εργάτες για να ξαναφτιάξουν τις κατεστραμμένες εκκλησίες.

        Όταν ενίοτε ήθελε κάποιος να τον ευχαριστήσει για τις αγαθοεργίες του, διέκοπτε απότομα τον συνομιλητή του λέγοντας: «Πάψε αδελφέ μου γιατί δεν έχυσα ακόμη το αίμα μου για σένα όπως ζητά ο Κύριος!»

        Ποτέ δεν κατέκρινε κανέναν, υπέθετε ότι όλοι οι αμαρτωλοί μετανόησαν εν κρυπτώ. Ευχαριστούσε όσους τον κακολογούσαν επειδή του υπενθύμιζαν τις αμαρτίες του και τους έδινε μεγαλύτερη ελεημοσύνη από τους άλλους.

        Μια Κυριακή που τελούσε τη Θεία Λειτουργία, ο πατριάρχης σταμάτησε αίφνης πριν εκφωνήσει τα λόγια του καθαγιασμού, ζήτησε από τον διάκονο να επαναλάβει τις δεήσεις και έστειλε να φωνάξουν έναν κληρικό της Εκκλησίας του, ο οποίος κρατούσε μνησικακία απέναντί του και δεν ήταν παρών στο ναό. Όταν ήλθε εκείνος, πατριάρχης γονάτισε μπροστά του με δάκρυα στα μάτια και του ζήτησε να τον συγχωρήσει. Μονάχα αφού συμφιλιώθηκε μαζί του και τον ασπάστηκε, ξανανέβηκε στο ιερό βήμα και συνέχισε τη Λειτουργία.

        Κάποτε επίσης, ένας αξιωματούχος της πόλεως του προσέφερε μια ημέρα ένα πολυτελές σκέπασμα. Την επόμενη νύχτα ο άγιος δεν έβρισκε ανάπαυση και δεν έπαυε να καταδικάζει τον εαυτό του σκεπτόμενος ότι τόσοι φτωχοί υπέφεραν από το κρύο και την πείνα στην πόρτα του ενώ εκείνος περιβάλλονταν από τόση πολυτέλεια. Την επαύριο έβαλε να πουλήσουν το σκέπασμα και μοίρασε τα χρήματα. Ο ευεργέτης του όμως, έτυχε να ξαναβρεί το δώρο του στον πάγκο του εμπόρου. Το ξαναγόρασε και ανάγκασε τον Ιωάννη να το δεχτεί. Εκείνος όμως το ξαναπούλησε για να κάνει ελεημοσύνη. Καθώς ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος δεν υποχωρούσε, το αντικείμενο άλλαξε πολλές φορές χέρια και ήταν μια ευκαιρία για τον Ιωάννη να αναγκάζει έμμεσα τον πλούσιο αυτό να μοιρ΄ζει ένα σεβαστό ποσό στους ενδεείς.

          Όταν ο λιμός και οι επιδημίες αφάνιζαν την πόλη, ο άγιος ήταν ο πρώτος που εμφανίζονταν για να βοηθήσει τους αρρώστους και να θάβει τους νεκρούς.

         Λίγα χρόνια μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, η Αλεξάνδρεια απειλούνταν  με τη σειρά της από τους Πέρσες.  Για το λόγο αυτό κατόπιν αιτήματος του διοικητού της Αιγύπτου Νικήτα, ο Ιωάννης επέστρεψε στην πατρίδα του την Κύπρο, όπου εκοιμήθη σε ηλικία 64 ετών. Ετάφη στην Αμαθούντα, στον τάφο του αγίου Τύχωνος (16 Ιουν), τον βίο του οποίου είχε συγγράψει. Λίγο μετά το τον θάνατό του, μύρο ανάβλυσε από το σκήνωμά του προς αγαλλίαση και παρηγορία των πιστών. Το λείψανό του βρίσκεται σήμερα στη Βενετία, αλλά δεν έχει αποδειχθεί η γνησιότητά του.

  • Τη αυτή ημέρα μνήμη του οσίου πατρός ημών Νείλου του Ασκητού.
  • Ο άγιος προφήτης Αχιά, εν είρήνη τελειούται.
  • Ο άγιος μάρτυς Αρσάκιος ξίφει τελειούται.
  • Μνήμη των αγίων μαρτύρων Αντωνίνου, Ζεβινά, Γερμανού και της παρθένου Ενναθάς.
  • Ο άγιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Λέων εν ειρήνη τελειούται.
  • Μνήμη του οσίου πατρός ημών Νείλου του Μυροβλύτου του εν Αγίω Όρει ασκήσαντος.
  • Ο άγιος νεομάρτυς Σάββας ο εκ Νίγδης της Καππαδοκίας ο σαμολαδάς ξίφει τελειούται.
  • Ο άγιος νεομάρτυς Νικόλαος ο εκ της ενορίας των Εξ Μαρμάρων υπέρ του Χριστού μαρτυρήσας εν Κων/πόλει εν έτει 1732

 

 Ταις των σων αγίων Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς , αμήν.

© 2012 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode