Οι μακάριες αυτές απαρθενομάρτυρες, αδελφές κατά σάρκα, ζούσαν στην Βιθυνία την εποχή του αυτοκράτορος Γαλερίου Μαξιμιανού (305-311) και διέλαμπαν με την ευγένεια της ψυχής και το κάλλος του σώματος.
Φλεγόμενες από την αγάπη του Χριστού, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και κατοίκησαν σε κάποιο λόφο, κοντά στις θερμές ιαματικές πηγές, τις λεγόμενες «Πύθεια θερμά». (σημερινά Λουτρά Κουρί, κοντά στην Γιάλοβα). Εκεί ζούσαν με σωφροσύνη και εξασκούσαν με φιλοπονία κάθε αρετή. Τα πολλά χαρίσματα που έλαβαν από τον Θεό γρήγορα τις έκαναν γνωστές και πολλοί συνέρρεαν προς αυτές, για να θεραπευτούν από διάφορες ψυχικές και σωματικές ασθένειες.
Η φήμη τους έφτασε και στον Φρόντωνα, τον ηγεμόνα της περιοχής, ο οποίος έστειλε άνδρες να τις συλλάβουν και να τις οδηγήσουν ενώπιόν του για ανάκριση.
Η παρρησία των απαντήσεων των τριών αυταδέλφων και η κοσμιότητα των τρόπων τους σταδιακά εξαγρίωσε τον Φρόντων, ο οποίος διέταξε γυμνώσουν την Μηνοδώρα και να της καταξεσκίσουν το σώμα. Επί δύο ώρες η αγία υπέμεινε το μαρτύριο με πολλή γενναιότητα, χωρίς να στενάξει ή να αλλοιωθεί η ιλαρότητα του προσώπου της.
Ο ηγεμών νομίζοντας ότι υπέκυψε, την παρακαλούσε να θυσιάσει στα είδωλα. Η Μηνοδώρα όμως του είπε: «Δεν βλέπεις ότι όλον μου τον εαυτό τον έχω προσφέρει θυσία στον Θεό μου;» Οργισμένος ο Φρόντων πρόσταξε και της συντρίψουν τα οστά με ράβδους. Η μάρτυς αναβόησε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, το αγαλλίαμά μου, δέξου εν ειρήνη το πνεύμα μου!».
Μετά από τέσσερις ημέρες ο τύραννος κάλεσε την Μητροδώρα και την Νυμφοδώρα και μπροστά στα πόδια τους έριξε το σώμα της Μηνοδώρας γυμνό, χωρίς καμία περιβολή, όλο πρησμένο και μωλωπισμένο. Οι δύο αδελφές, με φαιδρή και λαμπρή όψη μακάριζαν την αδελφή τους και βιάζονταν να την φθάσουν.
Βλέποντας ο Φρόντων ότι μάταια επιχειρεί, πρόσταξε να κρεμάσουν σε ξύλο την Μητροδώρα και να κατακαίνε με αναμμένες λαμπάδες κάθε μέλος του σώματός της. Η μάρτυς υπέμεινε την οδυνηρή βάσανο επικαλούμενη την εξ ύψους βοήθεια. Έπειτα συνέτριψαν το σώμα της με σιδερένιους μοχλούς και η ψυχή της απελευθερωμένη απήλθε προς τον Κύριο.
Έχοντας στηρίξει όλες του τις ελπίδες στην Νυμφοδώρα, ο παράνομος τύραννος μεθοδεύθηκε κάθε τρόπο για να την πείσει να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν όμως βεβαιώθηκε για την σταθερή της γνώμη, πρόσταξε να κρεμασθεί και αυτή σε ξύλο και να ξεσχίσουν τις σάρκες της με σιδερένια νύχια. Ενώ η μάρτυς υπέφερε είχε προσηλωμένους τους οφθαλμούς της στα ουράνια σκηνώματα και δεν άφησε να της ξεφύγει ούτε ένας στεναγμός. Τότε ο Φρόντων την παρέδωσε στου δημίους να της συντρίψουν το σώμα με σιδερένιους μοχλούς. Έτσι απέθεσε την ψυχή της στους κόλπους του θείου Νυμφίου της.
Μετά την τελείωσή τους ο Φρόντων άναψε δυνατή φωτιά μέσα στην οποία πέταξε τα μαρτυρικά του σώματα. Ξέσπασε όμως δυνατή βροχή και οι μεν κεραυνοί κατέκαυσαν τον δικαστή και τους υπηρέτες του σβήνοντας παράλληλα η βροχή την κάμινο. Με την ευκαιρία αυτή οι χριστιανοί έλαβαν τα παρθενικά λείψανα και τα έθαψαν δίπλα στις θέρμες, στον ίδιο τάφο.
Όταν στρατιώτης λόγχευσε την πλευρά του Ιησού Χριστού πάνω στον Σταυρό, έρρευσε αίμα και ύδωρ εις ένδειξη της αδιαιρέτου ενώσεως της Θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Κάποιος, ονόματι Ιάκωβος που βρίσκονταν τότε κοντά στον Σταυρό, μάζεψε σε φλούδα κολοκύθας το τίμιο Αίμα και το διαφύλαττε με ευλάβεια. Προτού ο Ιάκωβος πεθάνει, το παρέδωσε σε δύο ερημίτες και αυτοί από γενεά σε γενεά το μεταβίβαζαν σε άλλους, έως ότου έφτασε στα χέρια του Βαρυψαβά που κατοικούσε στην Δαλματία. Επειδή με το Αίμα του Χριστού ο μακάριος αυτός άνδρας έκανε πολλά θαύματα, μερικοί ασεβείς σκέφτηκαν να τον φονεύσουν, να του κλέψουν το Κυριακό Αίμα και μ’ αυτό να βγάζουν χρήματα. Έτσι, νύχτα πήγαν στο κελί του και τον θανάτωσαν κτυπώντας τον με ξύλα. Δεν βρήκαν όμως τον τίμιο θησαυρό, διότι ο μαθητής του αγίου τον είχε κρύψει σε ασφαλές μέρος.
Ο άγιος Απελλής ήταν χριστιανός της Ρώμης, τον οποίο ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή χαρακτηρίζει ως δόκιμον εν Χριστώ και του στέλνει ασπασμό. (16,10). Υπήρξε επίσκοπος Σμύρνης πριν από τον άγιο Πολύκαρπο. Απήλθε εν ειρήνη.
Ο άγιος Λουκάς δεν είναι ο ευαγγελιστής αλλά αυτός που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στη Β΄προς Τιμόθεον επίστολή του (4,11). Ήταν ο πρώτος επίσκοπος Λαοδικείας στην Συρία και εκοιμήθη εν ειρήνη.
Ο δε άγιος Κλήμης δεν είναι ο Κλήμης Ρώμης, αλλά ο συνεργός του Αποστόλου Παύλου τον οποίο αναφέρει στην προς Φιλιππησίους επιστολή του. (4,3). Υπήρξε επίσκοπος Σαρδικής και «τα στίγματα του Χριστού εν εν τη σαρκί περιφέρων» εξεδήμησε προς Κύριον.
Η βασίλισσα Πουλχερία ήταν η μεγαλύτερη από τα τέσσερα παιδιά των αυτοκρατόρων Αρκαδίου και Ευδοξίας (395-408). Η Πουλχερία ήταν μόλις εννιά ετών όταν ο Αρκάδιος πέθανε αφήνοντας ως διάδοχό του τον επταετή υιό του Θεοδόσιο Β΄ (408-450). Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Θεοδόσιος η Πουλχερία ανακηρύχτηκε αμέσως απ’ αυτόν Αυγούστα. Δυναμική στον χαρακτήρα, γνωρίζοντας άριστα την ελληνική και την λατινική γλώσσα και ευφυέστατη καθώς ήταν, ανέλαβε την διοίκηση του κράτους. Αποφάσισε να αφοσιωθεί στον Χριστό εν παρθενία, καθώς και στην διαπαιδαγώγηση των μικρότερων αδελφών της.
Η ζωή της στο παλάτι περιελάμβανε νυχθήμερες προσευχές, λιτή τράπεζα και ιεροραπτική χάριν των ναών και των ιερέων. Πέτυχε την χριστιανική διαπαιδαγώγηση του Θεοδοσίου, τον οποίο αυτή νύμφευσε με την μετέπειτα σύζυγό του Ευδοκία, αφού πρώτα εκείνη υπό τις διδαχές της βαπτίστηκε.
Σε όλη της τη ζωή μεριμνούσε για τους φτωχούς, έχτισε πολλά μοναστήρια, ίδρυσε πτωχοκομεία, γηροκομεία, ξενώνες, συσσίτια.
Όταν στον πατριαρχικό θρόνο ανέβηκε ο αιρετικός Νεστόριος, η Πουλχερία με τις συνετές συμβουλές της στερέωνε στην ορθή πίστη τον ασταθή αδελφό της Θεοδόσιο και συνέβαλε στην σύγκληση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου στην οποία καταδικάστηκε ο νεστοριανισμός και καθαιρέθηκε ο Νεστόριος.
Όταν επί πατριάρχου Φλαβιανού (446-449) ο Ευτυχής υπό τον πρωθυπουργό Χρυσάφιο διέδιδε την αίρεση του μονοφυσιτισμού, η Πουλχερία βρέθηκε ως η μόνη υπέρμαχος της Ορθοδοξίας στο παλάτι. Ο Χρυσάφιος για να απαλλαχτεί απ’ αυτήν έπεισε τον Θεοδόσιο να δώσει εντολή στον Φλαβιανό να την χειροθετήσει διακόνισσα ώστε να απομακρυνθεί από την διοίκηση. Η Πουλχερία ειδοποιήθηκε κρυφά από τον Φλαβιανό και αποχώρησε ειρηνικά και με σεμνότητα στα ανάκτορα του Εβδόμου.
Ελεύθερος ο Ευτυχής και ο Χρυσάφιος έπεισαν τον Θεοδόσιο να συγκαλέσουν σύνοδο στην Έφεσο (449) η οποία σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας αθώωσε τον Ευτυχή, ενώ ο Φλαβιανός πέθανε από κακομεταχείριση ύστερα από τρεις μέρες.
Μετά την Ληστρική αυτή σύνοδο, ο Θεοδόσιος μεταμελημένος επανέφερε στα καθήκοντά της την Πουλχερία και αφού της ζήτησε συγνώμη την άφησε ελεύθερη να διοικήσει και πάλι την χώρα.
Αμέσως η ευσεβής αυγούστα φρόντισε για την ανακομιδή του τιμίου λειψάνου του αγίου Φλαβιανού το οποίο κατέθεσε με τιμές στον ναό των αγίων Αποστόλων. Στην συνέχεια ανήγειρε τον ναό των Χαλκοπρατείων αφιερωμένο στην Θεοτόκο και κατέθεσε εκεί την τίμια Ζώνη της Θεομήτορος. Κάθε Τετάρτη θέσπισε να τελείται εκεί παννυχίδα και λιτανεία στην οποία η ίδια πάντα προπορευόταν πεζή και όχι σε φορείο όπως απαιτούσε η υψηλή θέση της. Σε άλλο ναό κατέθεσε θαυματουργή εικόνα των Οδηγών που αγιογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου Β΄(450) η Πουλχερία ήταν η νόμιμη διάδοχος του θρόνου. Αυτή τότε κάλεσε τον σώφρονα και χήρο Μαρκιανό τον οποίο αφού υποχρέωσε να σεβαστεί με όρκο την παρθενίας της, τον νυμφεύτηκε.
Οι δύο αυτοί ευσεβείς βασιλείς κάλεσαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα (451), στην οποία καταδικάστηκε ο μονοφυσίτης Ευτυχής και επανήλθε η ειρήνη και η τάξις στην Εκκλησία.
Δύο χρόνια μετά, (453) η Πουλχερία πέθανε αφήνοντας όλη της την περιουσία στις εκκλησίες και στους φτωχούς. Ενταφιάστηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων.
Η αγία Ευδοκία γεννήθηκε το 439, ήταν εγγονή των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου Β΄και Ευδοκίας (13 Αυγ). Κατά τη λεηλασία της Ρώμης από τον βάνδαλο βασιλέα Γιζέριχο (455) απήχθη με τη μητέρα της και την αδελφή της Πλακιδία στην Καρχηδόνα της Αφρικής. Εκεί δόθηκε ως σύζυγος στον υιό του Γιζέριχου και αρειανό στην πίστη Ονώριχο. Όταν το 461 η μητέρα και η αδελφή της απελευθερώθηκαν, και η ίδια έφυγε κρυφά και κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής της. Εκοιμήθη εν ειρήνη και ετάφη μαζί με την μητέρα της Ευδοκία στον ναό του αγίου Στεφάνου. Όλη της την περιουσία την κληροδότησε στον ναό της Αναστάσεως.
Ο όσιος Παύλος ασκήθηκε στην Λαύρα των Σπηλαίων κατά το ΙΓ’ αιώνα. Ποτέ δεν είδε κανείς αργό, τα χέρια του ήταν πάντα απασχολημένα με κάποια εργασία, ενώ ασκήθηκε τόσο πολύ στην προσευχή ώστε έγινε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος.
Ο όσιος Ιωάσαφ ήταν υιός του μεγάλου ηγεμόνος Δημητρίου Βασίλιεβιτς. Σε ηλικία δώδεκα ετών εισήλθε στη μονή Σωτηρόπετρας παρά τη λίμην Κουμπένσκ. Εκεί, υπό την καθοδήγηση του στάρετς Γρηγορίου, ο πρίγκιπας μοναχός πρόδευε καθημερινώς πνευματικά. Σε όλη του τη ζωή τρέφονταν μια φορά μόνο την εβδομάδα θέλοντας να δαμάσει το σώμα υποτάσσοντας τις ροπές των παθών στο πνεύμα.
Εκοιμήθη το 1453. Τα τίμια λείψανά του σώζονται στο μοναστήρι της Σωτηρόπετρας όπου ασκήτεψε.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.