Ο Ευλάμπιος και η αδελφή του Ευλαμπία έζησαν στη Νικομήδεια επί Μαξιμιανού και ηγεμόνος Μαξίμου (περί 296). Κατέφυγαν στα βουνά γύρω από την πόλη για να ξεφύγουν από τους διωγμούς που είχαν ξεσπάσει κατά των χριστιανών. Μια μέρα που οι σύντροφοί του τον είχαν στείλει στην πόλη για να αγοράσει ψωμί, ο Ευλάμπιος είδε αναρτημένα στους τοίχους τα αυτοκρατορικά διατάγματα που διέτασσαν τον διωγμό κατά των χριστιανών. Την ώρα που τα διάβαζε τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες και τον προσήγαγαν στις αρχές. Τον ανέκρινε ο αυτοκράτορας και εκείνος με παρρησία ομολόγησε την πίστη στον Χριστό. Στο τέλος όμως της ανακρίσεως ο άγιος φάνηκε πως κάμφθηκε και ήταν έτοιμος να θυσιάσει στα είδωλα. Τον πήγαν λοιπόν στον ναό. Τη στιγμή που προχωρούσε δήθεν για να προσφέρει θυσία στο άγαλμα του Άρη εκείνος προσευχήθηκε και κατόπιν διέταξε το άγαλμα να κατακρημνισθεί. Αυτομάτως το ανίσχυρο άγαλμα έγινε κομματάκια πέφτοντας στο δάπεδο.
Έξαλλοι οι ειδωλολάτρες επιτέθηκαν στον γενναίο αθλητή του Χριστού. Την ώρα που τον βασάνιζαν, ήρθε η αδελφή του η Ευλαμπία και τον παρακαλούσε να πρεσβεύει για κείνη ώστε να μαρτυρήσει μαζί του. Ο Θεός εκπλήρωσε την επιθυμία της, την έπιασαν, την ράπισαν και τους έριξαν και τους δυο μαζί σε ένα μεγάλο καζάνι με βραστό νερό. Το ύδωρ θαυματουργικώς ψυχράνθηκε έτσι ώστε και οι δύο άγιοι να στέκονται εκεί με αγαλλίαση.
Ο τύραννος πρόσταξε τότε να τυφλώσουν τον Ευλάμπιο και να κρεμάσουν την αδερφή του από τις τρίχες της κεφαλής της. Άναψαν και πάλι κάμινο, ισχυρότερη από την πρώτη και έριξαν μέσα τους αγίους. -Αλλ’ ω του θαύματος- η φλόγα σχημάτισε θόλο, ώστε οι άγιοι να μείνουν αβλαβείς, υμνολογούντες και δοξάζοντες τον Κύριο όπως οι τρεις παίδες οι εν καμίνω.
Ο τύραννος αναίσθητος από τα θαύματα διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Η αγία Ευλαμπία όμως παρέδωσε την ψυχή της πριν πέσει το σπαθί πάνω της. Βλέποντας τα θαύματα διακόσιοι ειδωλολάτρες πίστεψαν στον Χριστό και λίγο αργότερα αποκεφαλίστηκαν όλοι τους ώστε να συγκαταλεχθούν στην χορεία των αγίων.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ, ελέησον ημάς. Αμήν.