Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Κύριος μας διδάσκει μέσω μιας υπέροχης παραβολής. Της παραβολής του άσωτου υιού, ή αλλιώς την παραβολή του ευσπλαχνικού πατέρα, ή αλλιώς την παραβολή του αχάριστου και φθονερού αδερφού. Όπως κι αν την πει κανείς, τα νοήματα είναι τα ίδια και η διδαχή της παραβολής πολύ σπουδαία.
Ο μικρότερος υιός ζητά το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογούσε με σκοπό να φύγει μακριά από την πατρική του οικεία. Ο πατέρας, μας κάνει εντύπωση, πως δεν τον ρωτά τίποτα. Του δίνει το μερίδιό του και ταυτόχρονα ανεβαίνει στο σταυρό της αναμονής.
Χώρα «μακρά» είναι ο τόπος και ο τρόπος της αμαρτίας, όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο αρχιμανδρίτης π. Εφραίμ Τριανταφυλλόπουλος.
Σύντομα όμως τα χρήματα τελείωσαν και ο νέος βρέθηκε μόνος στα συντρίμμια των αμαρτιών του, να βόσκει ξυλοκέρατα μαζί με χοίρους. Δηλαδή είχε αποκτήσει πλέον το ίδιο φρόνημα με τους πολίτες της αμαρτίας.
Τελικά, μέσα σε αυτή την τραγική κατάσταση, ο νέος κάνει μια σωτήρια για τον εαυτό του σκέψη. Να γυρίσει πίσω στο πατρικό του σπίτι ως εργάτης. Ταυτόχρονα ο πατέρας βρίσκονταν έξω στον δρόμο της προσμονής περιμένοντας την επιστροφή του υιού του. Όταν λοιπόν τον είδε να επιστρέφει, τον έκλεισε στην αγκαλιά του, «του φόρεσε το δαχτυλίδι της εμπιστοσύνης, τα σανδάλια της μετανοίας και τα ενδύματα της καθαρότητας. Τον δεξιώνεται δε σε εορταστικό τραπέζι».[1]
Μέσα σε όλη αυτήν την χαρά της επιστροφής, μελανό σημείο είναι η συμπεριφορά του πρεσβύτερου υιού της παραβολής. Ο οποίος αγανάκτησε με την επιστροφή του αδερφού του, τον φθόνησε και άρχισε να τον κατηγορεί στον πατέρα του. Ίσως στο βάθος της ψυχολογίας του να τον ζήλευε κι όλας, γιατί δεν έκανε και κείνος τα ίδια. (σύνδρομο στέρησης κατά τους ψυχολόγους).
Πρεσβύτεροι υιοί της παραβολής, λίγο πολύ όλοι μας είμαστε. Μέσα στους λογισμούς μας εύκολα μπορούμε να ανακαλύψουμε την πονηριά του διαβόλου που είναι καλά κεκρυμμένη. Πάλιν και πολλάκις όταν προσπαθούμε να αποκαλύψουμε τις αμαρτίες των αδερφών μας ανακαλύπτουμε τελικά, ότι η Χάρις ξεσπεπάζει τα δικά μας σφάλματα. Ενώ όσο κάποιος σκεπάζει τα ανομήματα των αδερφών του, τόσο η Θεία Χάρις τον φυλάγει από συκοφαντίας ανθρώπων.
Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να δώσει μια υπεράνθρωπη μάχη, όχι εναντίον ανθρώπων, αλλά προς τα αρχάς και τα εξουσίας του σκότους. Ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης σημειώνει ότι: «Ο διάβολος δεν πολεμάται με γλυκά και λουκούμια, αλλά με δακρύων οχετούς, με πόνο ψυχής έως θανάτου, με άκρα ταπείνωση και μεγίστη υπομονή. Να τρέχει αίμα από υπερκόπωση της ευχής. Να πέφτεις βδομάδες εξαντλημένος ως βαριά ασθενής και να μη παραιτείσαι της μάχης, έως να νικηθούν και υποχωρήσουν οι δαίμονες. Οπότε λαμβάνεις ελευθερία παθών».[2]
Ασφαλώς η δύναμη της προσευχής θα πρέπει να έχει σύμμαχο την καθαρή εξομολόγηση. Η εξομολόγηση πρέπει να φτάνει μέχρι το βάθος της ψυχής, διότι στο βάθος είναι κρυμμένος ο εγωισμός.
Και βέβαια για όσους φοβούνται τον πόλεμο των δαιμόνων θα πρέπει να μην ξεχνούν ότι οι πειρασμοί δεν είναι ποτέ ισχυρότεροι της Χάριτος.
Μπορεί λοιπόν να διακρίνουμε μέσα μας τον φθόνο που είχε και ο πρεσβύτερος υιός της παραβολής, αλλά πάντοτε να θυμόμαστε ότι τώρα και όχι αύριο είναι η ώρα της αληθινής μετάνοιας και του μεγάλου πνευματικού αγώνος που καλούμαστε να δώσουμε εν παντί καιρώ. Αμήν.
[1] Φωνή Κυρίου αρ.φ. 3168, αρχιμ. Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλόπουλος.
[2] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής Εμπειρίας, σελ. 48-49.