Ο πατέρας της Θεοτόκου λεγόταν Ιωακείμ και καταγόταν από το γένος Νάθαν, υιού του βασιλέως Δαυίδ. Ο Νάθαν γέννησε τον Λευί, ο Λευί γέννησε τον Μελχί και τον Πάνθηρα, ο Πάνθηρας γέννησε τον Βαρπάνθηρα πατέρα του Ιωακείμ. Η Άννα η γυναίκα του Ιωακείμ, ως εγγονή του Ματθάν, απογόνου του Δαυίδ από τον Σολομώντα, κατάγονταν από την ίδια βασιλική φυλή. Ο Ματθάν νυμφεύθηκε την Μαρία από την φυλή του Ιούδα και γέννησε τον Ιακώβ, πατέρα του μνήστορος Ιωσήφ και τρεις κόρες: Την Μαρία, την Σοβή και την Άννα. Η Μαρία γέννησε την Σαλώμη την μαία, η Σοβή την Ελισάβετ μητέρα του Προδρόμου, η δε Άννα την Θεοτόκο Μαρία, που έφερε το όνομα της γιαγιά της και της θείας της. Επομένως η Ελισάβετ και η Σαλώμη ήταν ανεψιές της Άννας και εξαδέλφες της Θεοτόκου.
Για να καταδειχθεί η στειρότης της ανθρωπίνης φύσεως πριν την έλευση του Χριστού, ο Θεός κατ’ οικονομία επέτρεψε να μείνουν άτεκνοι ο Ιωακείμ και η Άννα ως τα γεράματά τους. Ο ευσεβής Ιωακείμ δεν σταματούσε να προσφέρει διπλά τα δώρα του στον Θεό και να τον ικετεύει να τους λυτρώσει από το όνειδος της ατεκνίας. Μία εόρτιο ημέρα καθώς προσέφερε τα δώρα του, κάποιος ιουδαίος του είπε: «Δεν σου επιτρέπεται να προσφέρεις τα δώρα σου, διότι δεν έδωσες απογόνους στον Ισραήλ». Ο Ιωακείμ λυπημένος πολύ, δεν επέστρεψε στο σπίτι του αλλά ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί. Τον ίδιο καιρό η Άννα μέσα στον κήπο της έχυνε άφθονα δάκρυα και ανέπεμπε θερμές ικεσίες προς τον ουρανό. Ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές τους και απέστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στην Άννα για να της αναγγείλει ότι στα γηρατειά της θα γεννήσει παιδί, για το οποίο θα μιλά όλη η οικουμένη. Γεμάτη χαρά και έκπληξη η Άννα αναφώνησε: « Ζει Κύριος ο Θεός μου, εάν γεννήσω είτε άρρεν είτε θήλυ, προσάξω αυτό δώρον Κυρίω τω Θεώ μου». Ο άγγελος επισκέφθηκε και τον Ιωακείμ στο όρος και του είπε να επιστρέψει σπίτι του και να χαρεί με τη γυναίκα του, διότι ο Θεός θα δώσει τέλος στη λύπη τους.
Μετά την παρέλευση των εννέα μηνών, η Άννα γέννησε και ρώτησε τη μαία τι παιδί γεννήθηκε. Αυτή απάντησε θήλυ. Είπε δε η Άννα: «Εμεγαλύνθη η ψυχή μου εν τη ημέρα ταύτη». Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες του καθαρισμού της, σηκώθηκε, πλύθηκε , θήλασε το παιδί και του έδωσε το όνομα «Μαρία». Το μυστήριο όνομα που προσδοκούσαν οι πατριάρχες, οι κριτές και οι προφήτες και διά μέσου του οποίου ο Θεός πραγματοποίησε το σωτηριώδες σχέδιο της Θείας οικονομίας Του.
Όταν η παρθένος έγινε ενός έτους, ο Ιωακείμ παρέθεσε μεγάλο συμπόσιο. Προσκάλεσε τους ιερείς, τους γραμματείς, τα μέλη του συναδρίου και όλο τον λαό του Ισραήλ. Οι ιερείς ευλόγησαν την μικρή Μαρία λέγοντας: «Ο Θεός των πατέρων ημών, ευλόγησον την παίδα ταύτην και δος αυτή όνομα ονομαστόν αιώνιον εν πάσαις ταις γεναιές». Και είπε ο λαός «Γένοιτο, γένοιτο, αμήν. Οι αρχιερείς είπαν: «Ο Θεός των υψωμάτων, επίβλεψον επί την παίδα ταύτην και ευλόγησον αυτήν εσχάτην ευλογίαν, ήτις διαδοχήν ουκ έχει».
Έπειτα η Άννα πήγε στο δωμάτιό της για να την θηλάσει και ύμνησε τον Θεό με την ωδή: «Άσω ωδήν Κυρίω τω Θεώ μου, ότι επεσκέψατό με και αφείλατο απ’ εμού το όνειδος των εχθρών μου και έδωκέν μοι Κύριος καρπόν δικαιοσύνης αυτού, μονοούσιον και πολυπλούσιον ενώπιον αυτού. Τις αναγγελεί τοις υιοίς Ρουβίμ ότι Άννα θηλάζει; Ακούσατε ακούσατε, αι δώδεκα φυλαί του Ισραήλ, ότι Άννα θηλάζει!» Απέθεσε εκεί τη Μαρία να αναπαυθεί και έφυγε για να υπηρετήσει τους προσκεκλημένους της.
Ο νεομάρτυς Αθανάσιος γεννήθηκε το 1749 στην Κουλακιά, σημερινή Χαλάστρα Θεσσαλονίκης.
Οι γονείς του, ευσεβείς χριστιανοί, τον έστειλαν να σπουδάσει στο ελληνικό σχολείο της Θεσσαλονίκης που δίδασκε τότε ο Αθανάσιος Πάριος (24 Ιουν) και εν συνεχεία στην Αθωνιάδα εκκλησιαστική σχολή. Από κει ο άγιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου συνδέθηκε με τον Πατριάρχη Αντιοχείας Φιλήμονα (1766-1767). Τον ακολούθησε στη Δαμασκό όπου παρέμεινε εκεί δύο έτη. Κατόπιν επέστρεψε στην πατρίδα του την Κουλακιά.
Μια μέρα συζητώντας με ένα εμίρη του είπε: «Η δική σας πίστη συνίσταται σ’ αυτούς τους λόγους» και απήγγειλε με απλότητα το κείμενο της μωαμεθανικής πίστεως. Ο εμίρης άρπαξε την ευκαιρία και τον κατήγγειλε στον κριτή της Θεσσαλονίκης. Αυτός αρχικά τον αθώωσε, έπειτα όμως τον παρακίνησε να αλλαξοπιστήσει. Ο μάρτυς όμως έμεινε στέρεος στην ομολογία της χριστιανικής πίστεως και έτσι τον φυλάκισαν. Και την επομένη έμεινε ακλόνητος στην πίστη του Χριστού με αποτέλεσμα να τον καταδικάσουν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1774 σε ηλικία εικοσιπέντε ετών τον κρέμασαν έξω από τα δυτικά τείχη της Θεσσαλονίκης. Οι χριστιανοί παρέλαβαν το σώμα του και το ενταφίασαν στην περιοχή της αγίας Παρασκευής.
Ο άγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε το 1738 στην Χαλδία του Πόντου. Ήταν παιδί πολύτεκνης ιερατικής οικογένειας. Από μικρός μετέβη στην Παναγία Σουμελά και στην συνέχεια στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Βαζελώνος όπου εκάρη μοναχός μετονομασθείς από Συμεών σε Σωφρόνιος. Αφού χειροτονήθηκε ιερεύς εστάλη στην Γεωργία ως εφημέριος των ελλήνων μεταλλουργών της Αχταλείας. Αφοσιώθηκε τόσο πολύ στο έργο του ώστε οι κάτοικοι της περιοχής τον αγάπησαν και ο τοπικός άρχοντας τον εξανάγκασε να δεχτεί το επισκοπικό αξίωμα.
Ως έδρα της επισκοπής του καθιέρωσε την εκεί μονή της Θεοτόκου. Λίγο αργότερα Λεσγοί του Ταγιστάν επέδραμαν στην περιοχή και την λεηλάτησαν, εισέβαλαν στην μονή κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας και έσφαξαν τους περισσότερους εκ των πιστών. Τον επίσκοπο Σωφρόνιο και άλλους που διέφυγαν της σφαγής τους πούλησαν σκλάβους σε διάφορες πόλεις του Καυκάσου.
Κατά Θεία οικονομία ο επίσκοπος εξαγοράστηκε από μία ευσεβή γυναίκα και έτσι επέστρεψε στην Τραπεζούντα, όπου εξελέγη μητροπολίτης του εκεί χηρεύοντος θρόνου. Για άγνωστους λόγους μετά από λίγο επέστρεψε στην μονή του Βαζελώνος. Ο ζήλος του και η αγιότητά του έφερε την αγάπη των συμμοναστών του, αλλά παράλληλα τον φθόνο και την ζήλεια του ηγουμένου, ο οποίος άρχισε να τον καταδιώκει, μέχρις ότου κατάφερε τον εκδιώξει από την μονή. Επέστρεψε ο άγιος στην πατρίδα όπου έζησε ειρηνικά το υπόλοιπο της ζωής του. Ο ηγούμενος που τον καταδίωκε είχε τραγικό τέλος, αφού ο Θεός επέτρεψε να καταληφθεί από νευρική κρίση. Το 1824 έγινε η εκταφή του αγίου, όπου τα λείψανά του ευωδίαζαν και επιτελούσαν πολλές θεραπείες.
Ο όσιος Σεραπίων γεννήθηκε στην Εσθονία, σύντομα εγκαταστάθηκε στο Πσκώφ για να ζήσει ασκητικά κοντά στον όσιο Ελεάζαρο. (15 Μαΐου) δεν άντεξε όμως την αυστηρή άσκηση του πνευματικού του πατρός και αποφάσισε να αναχωρήσει κρυφά χωρίς να του ζητήσει συγκατάθεση. Στον δρόμο όμως πλήγωσε το πόδι του και μετανοημένος επέστρεψε πίσω ζώντας κοντά στον Ελεάζαρο για άλλα πενήντα πέντε χρόνια.
Με αυστηρή νηστεία, αγρυπνία και προσευχή έζησε εφεξής ασκητικά. Έλεγε ότι οι δώδεκα ψαλμοί που διαβάζονται στο κελί, δεν έχουν τόση αξία όση έχει ένα «Κύριε ελέησον» που ψάλλεται από όλους μαζί τους αδελφούς στον ναό, διδάσκοντας έτσι την τεράστια σημασία που έχει η κοινή σύναξη των μοναχών ως ένα σώμα ενώπιον του Θεού.
Κάποτε, από την σκληρή άσκηση ασθένησε, όμως ο όσιος Ονούφριος (12 Ιουν) εμφανίστηκε και τον θεράπευσε.
Ο όσιος Σεραπίων εκοιμήθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1480 σε ηλικία ενενήντα ετών. Ο Θεός τον προίκισε με το χάρισμα της προόρασης, πρόβλεψε την εισβολή των Γερμανών στο Πσκώφ. Μετά την κοίμησή του κάποιος τυφλός ανέβλεψε στον τάφο του, μία γυναίκα που σκέπτονταν να πνιγεί εξαιτίας των συμφορών της, συγκρατήθηκε από το χέρι από τον άγιο, ο οποίος της είπε να επικαλεσθεί το όνομα του οσίου Σεραπίωνος και εκείνος θα την βοηθήσει. Αυτά είναι λίγα από τα θαύματα τα οποία μέχρι και τις μέρες μας συνεχίζονται αμείωτα να επιτελούνται.
Ο όσιος Λουκιανός ασκήτεψε μέσα σε πυκνό δάσος της περιφέρεια Κοστρομά κοντά σε εγκαταλελειμμένη εκκλησία. Σύντομα η φήμη του διαδόθηκε μεταξύ των ανθρώπων και πολλοί ήταν αυτοί που τον επισκέπτονταν είτε για να πάρουν την ευλογία του, είτε για να λάβουν από τα χέρια του το αγγελικό σχήμα.
Σύντομα η αδελφότητα μεγάλωσε, ανακαίνισαν την εκκλησία και έκτισαν μοναστήρι. Ο όσιος όμως συκοφαντήθηκε και διώχθηκε από την περιοχή. Αργότερα οι μοναχοί τον ανακάλεσαν και αυτός δίπλα στην ανδρώα, έκτισε και γυναικεία μονή.
Ο άγιος έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής λαμβάνοντας παρά Θεού το προορατικό και διορατικό χάρισμα τα οποία χρησιμοποιούσε προς ωφέλεια των πιστών. Στο τέλος της ζωής του προαισθάνθηκε την ημέρα της κοίμησής του και ζήτησε να τον μεταφέρουν στην εκκλησία, προσευχήθηκε μπροστά στην θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου που υπήρχε εκ παλαιόθεν εκεί, και αφού ευλόγησε τους μοναχούς του παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό εν έτη 1655.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.