Εκδρομή σε τέσσερα μοναστήρια των περιοχών Σερρών και Δράμας.

2014-07-11 13:39

 

    Εκδρομή σε τέσσερα μοναστήρια των περιοχών Σερρών και Δράμας πραγματοποιήθηκε  την Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014 από τις ενορίες Αγίου Παντελεήμονος Καλονερίου, Αγίου Νικολάου Μικροκάστρου και Αγίου Δημητρίου Σισανίου.
    Πρώτος προορισμός ήταν η Ιερά Μονή Αναλήψεως Σερρών. Το καταπράσινο τοπίο και το επιβλητικό κάλος του μοναστηριού εντυπωσίασαν τους προσκυνητές, οι οποίοι εκτός των άλλων είχαν και την ευκαιρία να προσκυνήσουν και ιερά λείψανα πολλών αγίων, όπως του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αγίου Χαραλάμπους κ.α.
    Στη συνέχεια το προσκυνηματικό  γκρουπ επισκέφθηκε την Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης. Το οποίο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου και εκκλησιαστικά υπάγεται στην Μητρόπολη Δράμας. Το μοναστήρι χρονολογείται από το 718 μ.Χ με κτίτορα της Μονής τον άγιο Γερμανό ο οποίος βρισκόταν σε ένα μέρος, μια μικρή όαση έξω από την ι. Μονή του Τιμίου Προδρόμου στους Αγίους Τόπους, όπου είχε είκοσι (20) φοίνικες, εκεί έλαβε εντολή από τον άγγελο της Θεοτόκου για την ανέγερση της Μονής και σε ανάμνηση της τοποθεσίας την ονόμασε «Παναγία η Εικοσιφοίνισσα».
    Κατόπιν επισκεφθήκαμε την Ιερά μονή Αναλήψεως του Σωτήρος, στην Σίψα Δράμας όπου βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη.
Η ηγουμένη της Μονής Πορφυρία, μας μίλησε για την ζωή και την δράση του αγίου Γεωργίου με πολύ όμορφο και παραστατικό τρόπο: «Ο Άγιος Γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης, κατά κόσμον Αθανάσιος, γεννήθηκε το 1901 στην Αργυρούπολη του Πόντου από ευσεβείς γονείς. Οι γονείς του πέθαναν, όταν ακόμη ήταν βρέφος, και την ανατροφή του ανέλαβε η γιαγιά του. Από πολύ νωρίς έδωσε σημεία της κλίσης του προς το Θεό. Από την Αργυρούπολη μεταβαίνει μαζί με την οικογένεια του παππού του στο Ερζερούμ, όπου δεν μένουν για πολύ. Σε λίγο διάστημα τον βρίσκουμε στον Καύκασο.
    Ο παππούς του πεθαίνει και ο μικρός Αθανάσιος μπαίνει σε νέες περιπέτειες. Κάποια στιγμή παραδίδεται στα χέρια ενός Τούρκου κρυπτοχριστιανού. Καθώς ο Αθανάσιος έβοσκε τα ζωντανά, είδε τρείς άντρες που έψελναν ωραία. Εγκατέλειψε το κοπάδι και τους ακολούθησε. Ξαφνικά όμως χαθήκανε κι ο Αθανάσιος άρχισε να κλαίει. Το περιστατικό το πληροφορήθηκε ο κύριος στον οποίο εργαζόταν και τον οδήγησε σε μοναστήρι, όπου το 1917 εκάρη μοναχός. Σε λίγο ξέσπασε η επανάσταση των μπολσεβίκων. Το μοναστήρι λεηλατήθηκε και καταστράφηκε. Οι μοναχοί και οι επίσκοποι, που δεν αρνήθηκαν την πίστη τους, εκτελέστηκαν. Στο εκτελεστικό απόσπασμα οδηγήθηκε και ο μοναχός Γεώργιος. Η σφαίρα τον βρήκε στο μέρος της καρδιάς. Στο σημείο εκείνο φορούσε ένα εγκόλπιο της Παναγίας, που τον προστάτευσε θαυματουργικά.
Ακολούθησε και δεύτερη εκτέλεση. Οι σφαίρες τον βρήκαν στα πόδια και τον καταστήσανε ανάπηρο για όλη του τη ζωή. Στη συνέχεια φυλακίζεται και βασανίζεται. Το 1929 έρχεται στην Ελλάδα. Αρχικά εγκαθίσταται στην Κατερίνη, ύστερα στο Κιλκίς για να καταλήξει στο χωριό Ταξιάρχες της Δράμας, όπου με τη βοήθεια των κατοίκων χτίζει πρόχειρα την Ιερά Μονή της Αναλήψεως του Σωτήρος.
    Η φήμη του γρήγορα διαδίδεται σ' όλη τη περιοχή. Οι θεραπευτικές του ικανότητες, τα προορατικά του χαρίσματα, η φιλανθρωπία και το προφητικό του χάρισμα ξεπερνούν τα όρια του νομού Δράμας και φτάνουν σε πολλά σημεία της χώρας μας. Κοιμήθηκε το 1959 στους Ταξιάρχες Δράμας και τάφηκε πίσω από το Καθολικό της μονής.
    Στη μονή συρρέουν καθημερινά πολλοί πιστοί, όχι μόνο από το εσωτερικό, αλλά και το εξωτερικό, για να προσκυνήσουν τον τάφο του, οποίος ευωδιάζει και για να ζητήσουν την ευλογία του και τη βοήθειά του.
    Η αγιοκατάταξη του Οσίου Γεωργίου έγινε το 2008 υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου στην Δράμα».
    Η μοναχή Πορφυρία μας είπε και για θαύματα  που ακόμη δεν έχουν καταγραφεί στον βίο του αγίου και που προσεχώς επρόκειτο να συμπεριληφθούν στο συναξάρι του.
    Στη συνέχεια οι προσκυνητές ξεκουράστηκαν στην πόλη της Δράμας, όπου εκεί του συνοδούς ιερείς της εκδρομής υποδέχτηκε ο αρχιμανδρίτης Γεράσιμος Βλατίτσης προϊστάμενος της ενορίας Χρυστόμου Δράμας-Σμύρνης Δράμας. Ο π. Γεράσιμος ξενάγησε τους ιερείς στους χώρους του νεοανεγερθέντος ναού της ενορίας του και του δώρισε από μία αναμνηστική εικόνα του αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης.
    Τελικός προορισμός μας ήταν η ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών. Εκεί οι μοναχές μας μίλησαν για την μακραίωνη πορεία και ιστορία της Μονής:  «Η ίδρυση της το 1270 και η μακραίωνη ιστορία της μαρτυρούν τον πολιτισμό, την παράδοση και την πλούσια πνευματικότητα του Βυζαντίου.
 Ως πρώτος ιδρυτής της από την ιστορία παραδίδεται ο άγιος Ιωαννίκιος. Σερραίος στην καταγωγή περί το έτος 1250 επέλεξε το Άγιον Όρος, για να βιώσει μία ανώτερη πνευματική ζωή.  Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα η είδηση του θανάτου του αδερφού του και της συζύγου του, τον ανάγκασαν να επιστρέψει εσπευσμένα στην πατρίδα του για να αναλάβει την κηδεμονία του διετούς ανηψιού του Ιωακείμ. Για πολλά χρόνια έζησε ως ασκητής σε σπήλαια και κελλιά στις ορεινές πλαγιές του Μενοικείου Όρους.  Από δίπλα τον ακολούθησε και ο μικρός ανηψιός του, λαμβάνοντας κοντά στον θείο του μοναχική παιδεία. Η ολοκλήρωση της περιπλάνησης του Αγίου Ιωαννικίου ως ερημίτη τον οδήγησε στην τοποθεσία όπου σήμερα είναι χτισμένη η Ιερά Μονή.  Σύμφωνα με το Τυπικόν του Μοναστηριού, επέλεξε τη θέση μίας ερημωμένης και «ασκέπου εκκλησίας», αφιερωμένης στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, την οποία και ανακαίνισε. Ο Κτίτωρ της Ιεράς Μονής σύντομα διαμόρφωσε τη δυσπρόσιτη εκείνη στους ανθρώπους περιοχή σε ένα συγκροτημένο κοινοβιακό ίδρυμα, το οποίο  σύντομα προσέλκυσε πλήθος μοναχών. Στο διάστημα αυτό ο ανηψιός του Ιωακείμ αναδείχθηκε σε μία σημαντική πνευματική φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής αναλαμβάνοντας το 1288 την Επισκοπή της Ζίχνης, στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του Μενοικείου. Το 1300 ο άγιος Ιωαννίκιος, πλέον και Επίσκοπος Εζεβών, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.  Τον διαδέχθηκε, ως αντάξιος συνεχιστής του θεάρεστου έργου του, ο ανιψιός του Ιωακείμ.
Ο δεύτερος Κτίτορας της Ιεράς Μονής, παράλληλα με τα επισκοπικά του καθήκοντα, ανέλαβε ένα σημαντικό έργο ανοικοδόμησης, περιφρούρησης και διαφύλαξης των κεκτημένων της μονής, για την οποία μάλιστα όρισε να είναι άβατη. Το 1300 ανήγειρε τον σημερινό καθολικό ναό, ενώ ανάμεσα στα άλλα έργα του περιλαμβάνεται και η ίδρυση μέσα στην πόλη των Σερρών μίας ακόμη Μονής αφιερωμένης και πάλι στον Τίμιο Πρόδρομο. Γενναιόδωροι χορηγοί των προσπαθειών του αναδείχθηκαν σημαντικοί βυζαντινοί αυτοκράτορες όπως ο Ανδρόνικος Β” (1282-1328), ο Ανδρόνικος Γ” (1328-1341) και ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός (1341-1354) όπως και η Βυζαντινή πριγκίπισσα Σιμωνίδα, θυγατέρα του Ανδρονίκου ΙΙ και σύζυγος του ηγεμόνα των Σέρβων Μιλούτιν (1282-1321), που υπήρξε έφορος της Ιεράς Μονής. Με πρόσταγμα του Ανδρόνικου Γ” η μονή αναγνωρίστηκε ως σταυροπηγιακή και πατριαρχική. Παράλληλα, η Ιερά Μονή δέχθηκε σημαντικές δωρεές από τοπικούς άρχοντες, όπως αυτή του μονυδρίου του Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτη το 1333 προσφορά από τη μοναχή Υπομονή, χήρα του Σερραίου αριστοκράτη Γεωργίου Σακελλάριου.
    Χάρη στη σπάνια πολιτική διορατικότητά του ο Ιωακείμ προείδε τον κίνδυνο που η μονή διέτρεχε από την πιθανή μελλοντική επέκταση των Οθωμανών στη Μακεδονία. Γι” αυτό φρόντισε να σταλεί στο πρώτο ηγεμόνα τους Οσμάν, στην Προύσα, μία αντιπροσωπεία μοναχών με επικεφαλής κάποιον Μαργαρίτη, πλούσιο πολιτικό και άριστο δεξιοτέχνη στην τούρκικη γλώσσα και διπλωματία, που αργότερα έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ. Καρπός της αποστολής αυτής ήταν η υπογραφή από τον Οθωμανό ηγεμόνα ενός εγγράφου που προφύλασσε μέχρι της συντελείας των αιώνων την Ιερά Μονή από τις αυθαιρεσίες των Τούρκων επιδρομέων, προστασία που επισφραγίσθηκε το 1372 με την έκδοση φιρμανίου από τον σουλτάνο Μουράτ Α΄ που σώζεται στις συλλογές της βιβλιοθήκης της μονής. Στις 12 Δεκεμβρίου του έτους 1333, ο άγιος Ιωακείμ ύστερα από μία οσιακή  ζωή και ενώ είχε δεχθεί τη μεγαλοσχημία με το όνομα Ιωάννης, κοιμήθηκε οσιακά και αργότερα, μετά την αγιοποίησή του, άρχισε να τιμάται κάθε χρόνο συνεορταζόμενος με τον άγιο Σπυρίδωνα.
Μετά την κοίμηση του Β” Κτίτορα της, η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου συνέχισε να ευημερεί με την βοήθεια τοπικών αρχόντων όπως ο Κωνσταντίνος Χολεβιάρη που το 1342 αφιέρωσε στην μοναστική κοινότητα τον ναό του Τιμίου Προδρόμου στην πόλη των Σερρών (σημερινό Προδρομούδι). Κατά την περίοδο της Σερβοκρατίας στην περιοχή των Σερρών (1345-1371), οι Ορθόδοξοι Σέρβοι ηγεμόνες Στέφανος Δουσάν και Ιωάννης Ούγκλεσης προστάτευσαν και ενίσχυσαν την Ιερά Μονή. Η σύζυγος του Κράλη Δουσάν Ελένη υπήρξε ενεργός έφορος της μονής.  Η παράδοση της εφορευτικής παρουσίας γυναικείων μελών της Σερβικής βασιλικής αυλής στη Μονή Προδρόμου διασώζεται έντονη στην τέχνη, την αρχαιολογία, την τοπογραφία αλλά και την προφορική παράδοση της.
    Μετά την άλωση της Πόλης, ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος μετά το 1453 Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αφού παραιτήθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο, αποσύρθηκε στη μονή Τιμίου Προδρόμου όπου και εμόνασε (1457-1472) μέχρι το τέλος της ζωής του.  Η ησυχία του Μενοικείου Όρους υπήρξε βασικός λόγος της επιλογής του ενώ η παρουσία των συλλογών της περίφημης μοναστηριακής βιβλιοθήκης τον ενίσχυσαν στο πλούσιο συγγραφικό του έργο.
Την περίοδο αυτή, η μονή συνέδεσε στενά το όνομά της με τον άγιο Ραφαήλ, ο οποίος αφού μυήθηκε στη ασκητική ζωή, εκάρη μοναχός στη Μονή του Προδρόμου.
    Δεν άργησε ωστόσο να επέλθει προσωρινή παρακμή για την Ιερά Μονή. Δυσεπίλυτα οικονομικά χρέη και οι ποικίλες αλλαγές που επέφερε η εμφάνιση του Τούρκου κατακτητή δυσχέραιναν την κατάσταση. Παρά το σεβασμό και την ανοχή που οι Οθωμανοί επέδειξαν προς τη μονή, οι Πατέρες το 1518 αναγκάστηκαν να αποστείλουν αντιπροσωπεία τους στον ισθμό του Σουέζ, όπου και ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τον Αλή, Κριτή της Ερυθράς Θάλασσας. Με αυτή τη διπλωματική αποστολή η Ιερά Κοινότητα απεκόμισε ένα αντίγραφο του Ακτιναμέ του Προφήτη Μωάμεθ, γεγονός που σήμαινε ασφάλεια των κεκτημένων της και προστασία για τους επόμενους αιώνες.
    Ωστόσο αυτά τα προνόμια δεν εμπόδισαν τη Μονή σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821, να συμμετάσχει ενεργά στον εθνικό αγώνα. Ο αρχηγός μάλιστα του επαναστατικού κινήματος στη Μακεδονία, ο Εμμανουήλ Παπάς, συνδεόταν στενά με την μοναστική κοινότητα η οποία του είχε παραχωρήσει  οίκημα εκτός του περιβόλου του μοναστηριού.
    Η λειτουργία ελληνικής σχολής από το 1825 και Ιερατικής από το 1869 επιβεβαίωσαν την επωνυμία που δικαιολογημένα είχε κερδίσει χάρη στη λογιοσύνη των μοναχών και την πλούσια βιβλιοθήκη της, ως «Μονή των Γραμμάτων». Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδος για την Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ακολουθώντας τη γενικότερη πολιτική κατάσταση φιλελευθεροποίησης του Οθωμανικού καθεστώτος η ευρύτερη περιοχή γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση. Οι προσοδοφόρες οικονομικές δραστηριότητες της Μονής αλλά και των πέριξ αστικών κέντρων (Σέρρες, Μελένικο, Βροντού κ.α.) δημιούργησαν τον απαιτούμενο πλούτο μέρος του οποίου διοχετεύτηκε μέσω δωρεών στην επισκευή και την ανοικοδόμηση τμημάτων του μοναστηριακού συγκροτήματος. Αναπτύχθηκαν επίσης ισχυροί δεσμοί της Ι. Μονής με την ομόδοξη Ρωσική Αυτοκρατορία. Αποστολή μοναχών της Μονής Τιμίου Προδρόμου στα 1862-1863 περιόδευσε επαρχίες του ρωσικού κράτους συγκεντρώνοντας συνδρομές ευσεβών ρώσων χριστιανών υπέρ της Μονής.
Η κατάσταση όμως έμελλε να αλλάξει ριζικά από τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου 20ου αιώνα. Η βουλγαρική στρατιωτική παρουσία κατά τις πολεμικές συρράξεις της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα στο χώρο της ανατολικής Μακεδονίας (Α΄ και Β΄ Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) και ειδικότερα στην περιοχή των Σερρών, προκάλεσαν τρομερά δεινά στην Ιερά Μονή.  Αποκορύφωμα της καταστροφής υπήρξαν τα γεγονότα του Ιουνίου του 1917, όταν προσχεδιασμένη λεηλασία από τον υποχωρούντα Βουλγαρικό στρατό στέρησε από την Ιερά Μονή μεγάλο αριθμό των πολυτίμων χειρογράφων της και των ιερών κειμηλίων της.  Ως αποτέλεσμα αυτής της αρπαγής πολλοί από τους θησαυρούς της βρίσκονται στη Σόφια ενώ άλλοι κοσμούν βιβλιοθήκες και μουσεία της Ευρώπης. Την ερήμωση της μονής ολοκλήρωσαν τα γεγονότα του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και τα δεινά του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε αμέσως μετά.
    Αυτήν την ερειπωμένη μονή, το 1986 ήρθε να αναλάβει η γυναικεία αδελφότητα από την Ιερά Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Πορταριάς Βόλου υπό την πνευματική  καθοδήγηση του Πανοσιολογιωτάτου Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Φιλοθέου του Αγίου Όρους Γέροντος Εφραίμ, Αρχιερατεύοντος τότε εν Σέρρες του Μητροπολίτου κυρού Μαξίμου. Σήμερα η αδελφότητα κάτω από την καθοδήγηση της Καθηγουμένης Φεβρωνίας Μοναχής, προβαίνει καθημερινά σε μία υπεράνθρωπη προσπάθεια για να ανασυστήσει το κτιριακό συγκρότημα ώστε να ανακτήσει την πρώτη του δόξα και τιμή. Με αυτόν τον τρόπο τόσο η διαφύλαξη της ακεραιότητας του μοναχικού ιδεώδους, όσο και η ψυχική ανάπαυση των επισκεπτών συντελούν στη δόξα του Θεού, στην αγαλλίαση των απ” αιώνος Πατέρων που αγίασαν με τη ζωή τους τον τόπο αυτό, καθιστώντας τον διαχρονική πηγή σωτηρίας και αγιασμού».
    Κατά την επιστροφή, το λεωφορείο που μετέφερε του ενορίτες Σισανίου έπαθε μία βλάβη, και έτσι η εκδρομή εμπλουτίστηκε και με μία δόση πρόσκαιρης αγωνίας. Οι πιστοί δεν πτοήθηκαν όμως και μέχρι να λυθεί το πρόβλημα, έψαλλαν διάφορους ύμνους της Εκκλησίας μας.
Ο π. Ιωάννης στο τέλος της εκδρομής χαριτολογώντας είπε: «Σήμερα είχαμε τον αρραβώνα μεταξύ των ενοριών Μικροκάστρου-Καλονερίου και Σισανίου. Αν θέλετε, προχωρούμε και στον γάμο… όμως διαζύγια δεν δεχόμαστε!».

Έτσι οι ενορίτες τριών ενοριών έζησαν αυτήν την εκδρομή. Γνωρίστηκαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να συνταξιδέψουν  μαζί και σε άλλες εκδρομές που στο μέλλον θα πραγματοποιηθούν.

Ακολουθεί φωτογραφικό υλικό από την εκδρομή:

 

 






































 

© 2012 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode