Η αγία Χαριτίνη ήταν δούλη κάποιου Κλαυδίου, στην Κιλικία, επί Διοκλητιανού (περί 303). Ο Κόμης Δομέτιος πληροφορήθηκε ότι ήταν χριστιανή και έγραψε στον κύριό της να του τη στείλει για να την ανακρίνει. Ο Κλαύδιος εθλίβη στη σκέψη ότι θα έχανε τη Χαριτίνη, φόρεσε τρίχινο σάκο και θρηνούσε πικρά. Η Χαριτίνη όμως γεμάτη από τη χαρμόσυνη παρρησία των μαθητών του Κυρίου, τον παρηγόρησε λέγοντας: «Μη θρηνείς, αφέντη μου, αλλά χαίρε, επειδή θα λογιστώ ευπρόσδεκτος θυσία στον Θεό, για τις δικές μου και τις δικές σου αμαρτίες». Εκείνος της απάντησε: «Δούλη του Θεού, ενθυμού και εμέ πλησίον του επουρανίου Βασιλέως», και την έστειλε στην κόμη. Τον οδήγησαν ενώπιον του δικαστηρίου. Η νεαρά κόρη δεν πτοήθηκε και ευθαρσώς ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό.
Για την καταισχύνη της , της ξύρισαν το κεφάλι, όμως διά θαύματος τα μαλλιά της ξαναφύτρωσαν και μάλιστα πιο πολλά από πριν. Της έγδαραν το κρανίο και τοποθέτησαν πάνω του αναμμένα κάρβουνα, κατόπιν οι δήμιοι έμπηξαν πυρωμένα σουβλιά στους μαστούς, της έδεσαν τέλος μια βαριά πέτρα στο λαιμό και την έριξαν στη θάλασσα.
Νέο θαύμα όμως έγινε και πάλι και η Χαριτίνη εμφανίστηκε ξανά μπροστά στην κόμη για να καταδείξει ότι η πίστη των χριστιανών είναι μεγαλύτερη από όλα τα βασανιστήρια.
Οι δήμιοι της έβγαλαν τα δόντια και την υπέβαλαν σε νέα μαρτύρια, ο τύραννος διέταξε να την κλείσουν σε πορνοστάσιο, η αγία όμως προσευχήθηκε στον κύριο για να γλυτώσει από τη δοκιμασία αυτή και αμέσως παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό. Τα άγια λείψανά της τα έριξαν στη θάλασσα, έγινε όμως και πάλι θαύμα και τα έβγαλε η θάλασσα στην ακτή, όπου ο αφέντης της Κλαύδιος τα βρήκε και τα ενταφίασε ευλαβικά.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ, ελέησον ημάς. Αμήν.