Ο άγιος Σάββας γεννήθηκε στην Καππαδοκία , το 439. Από οκτώ ετών κατανόησε την ματαιότητα των εγκοσμίων και με καρδιά πλήρη θείου έρωτος προσήλθε στη μονή των Φλαβιανών που ήταν κοντά στην γενέτειρά του. Παρά τις προσπάθειες των συγγενών του να τον απομακρύνουν από τον μοναχισμό, ο Σάββας έμεινε στη μονή και σύντομα ενεδύθηκε το μοναχικό σχήμα.
Μία μέρα επιθύμησε να φάει ένα μήλο, μόλις όμως έκοψε τον καρπό από το δέντρο κατανίκησε τον δαίμονα της γαστριμαργίας λέγοντας: «…η εγκράτεια πάσης προηγείται αγαθοεργίας». Πέταξε το μήλο καταγής και το ποδοπάτησε, κατατροπώνοντας έτσι τον πειρασμό. Μέχρι δε, το τέλους του βίου του, δεν ξανάφαγε ποτέ του μήλο.
Μετά από δέκα χρόνια στη μονή, έλαβε την ευλογία του ηγουμένου να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα (456). Πληροφορήθηκε τη φήμη του οσίου Ευθυμίου (20 Ιαν) και με δάκρυα στα μάτια τον ικέτευσε να τον δεχτεί μεταξύ των μαθητών του. ο όσιος γέροντας όμως δεν συνήθιζε να δέχεται στις τάξεις του αμούστακους νέους, και τον έστειλε πρώτα στο κοινόβιο που διηύθυνε ο όσιος Θεόκτιστος (3 Σεπτ).
Υπό την καθοδήγηση του οσίου Θεοκτίστου έφτασε σε τέτοια τελειότητα αρετής, ώστε ο άγιος Ευθύμιος, σύντομα τον ονόμασε «παιδαριογέροντα».
Μετά την κοίμηση του οσίου Θεοκτίστου (469), ο Σάββας πήρε ευλογία να αποσυρθεί μόνος του σε ένα σπήλαιο.
Μετά από τέσσερα χρόνια σκληρών ασκητικών αγώνων στην έρημο, ένας άγγελος τον οδήγησε σε ένα σπήλαιο στο χείλος μιας ρεματιάς της αριστερής όχθης του χειμάρρου των Κέδρων. Πέρασε πέντε χρόνια (478-483) αφιερωμένος στην προσευχή και στην θεωρία. Κατόπιν δέχτηκε πληροφορία παρά Θεού ότι είχε φτάσει πλέον ο καιρός να δέχεται μαθητές. Σε κάθε προσερχόμενο έδινε ένα κελί σ’ ένα από τα πολλά σπήλαια της περιοχής και τους δίδασκε έμπρακτα τις αρετές του μοναχικού βίου.
Καθώς οι μαθητές του είχαν φτάσει τους εβδομήντα, ο Θεός άκουσε τις προσευχές του και έκανε να αναβλύσει μια πηγή στη ρεματιά προς παρηγορία τους. Σύντομα οι μαθητές έφτασαν τους εκατόν πενήντα. Οι επισκέπτες ήταν πάμπολλοι με αποτέλεσμα να καλύπτονται μέσω των δωρεών τους όλες οι ανάγκες των μοναχών, έτσι ώστε αυτοί να αποφεύγουν με αυτό τον τρόπο τις βιοτικές μέριμνες.
Παρά την επιθυμία να αποφύγει την ιεροσύνη, ο Σάββας αναγκάστηκε να τη δεχτεί σε ηλικία πενήντα τριών ετών.
Έχοντας κατακτήσει την μακαρία απάθεια, ακλόνητα προσηλωμένος στον Κύριο, ο άγιος Σάββας ειρήνευε τα θηρία, θεράπευε τους αρρώστους και με τις προσευχές του έφερνε ευεργετικές βροχές στην περιοχή. Ίδρυσε πολλά μοναστήρια έτσι ώστε πέρα από το λειτούργημα του εξάρχου των ερημιτών, ήταν και ηγούμενος επτά μοναστηριών.
Την εποχή εκείνη οι πολυάριθμοι μοναχοί της Παλαιστίνης ταράσσονταν από τις μηχανεύσεις των αιρετικών μονοφυσιτών. Απέναντι σ’ αυτούς ο Σάββας αγωνίστηκε πεισματικά. Μετά από 35 χρόνια αιματηρών αγώνων ο Σάββας ευλογήθηκε ώστε να αναγγείλει ο ίδιος στη περιοχή της Καισάρειας την νίκη της Ορθοδοξίας απέναντι στον μονοφυσιτισμό, νεστοριανισμό και ωριγενισμό.
Επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα, ο άγιος Σάββας ίδρυσε άλλη μία μονή, την λεγομένη του Ιερεμίου. Σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών ασθένησε και αναπαύθηκε ειρηνικά εν Κυρίω, την Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 532. Το σκήνωμά του, το οποίο θαυματουργικώς διατηρήθηκε άφθαρτο, κατατέθηκε αρχικά στη λαύρα, παρουσία πλήθους μοναχών, κληρικών και λαϊκών. Για πολλά χρόνια την εποχή των σταυροφοριών μεταφέρθηκε στη Βενετία, και το 1965 επεστράφη στη μονή του.
Στην λαύρα του αγίου Σάββα ανδρώθηκαν πνευματικά πολλοί άγιοι: Ιωάννης Δαμασκηνός, κοσμάς Μαϊουμά, Στέφανος (28 οκτ), Ανδρέας Κρήτης κ.α. Εκεί συντάχθηκε και καθιερώθηκε το τυπικό που μέχρι τις μέρες μας κανονίζει τις ακολουθίες μας, και εκεί εγράφησαν πολλοί από τους ύμνους της Εκκλησίας μας.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς, Αμήν.