Ο όσιος πατήρ ημών Ιωαννίκιος γεννήθηκε στα 754 στην κώμη Μαρυκάτων, βόρεια της λίμηνς Απολλωνιάδας, της Βιθυνίας. Οι γονείς του ήταν αγρότες και είχαν προσχωρήσει στην αίρεση των εικονομάχων. Από επτά ετών ανέθεσαν στον Ιωαννίκιο να φυλάει του χοίρους. Σε ηλικία δεκαεννιά ετών κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά. Έχοντας ρωμαλέα κράση και θαρραλέο χαρακτήρα δοξάσθηκε στις μάχες επιτυγχάνοντας πολλά κατορθώματα.
Κάποτε επισκέφθηκε το μοναστικό κέντρο του όρους Ολύμπου της Βιθυνίας όπου συνάντησε έναν γέροντα ασκητή, ο οποίος του κατέδειξε την πλάνη σχετικά με τις ιερές εικόνες. Ο νέος άνδρας μετανόησε αμέσως και προσκύνησε την εικόνα του Χριστού και έλαβε την απόφαση να ακολουθήσει την οδό της ασκήσεως και της μετανοίας.
Το 795 εισέβαλλαν οι Βούλγαροι ειδωλολάτρες στη Θράκη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Στ΄ συγκέντρωσε ισχυρό στρατό αλλά υπέστη οικτρή ήττα. Ο Ιωαννίκιος τότε επέδειξε ασυνήθιστο ηρωισμό, έσωσε τη ζωή του αυτοκράτορα και σκότωσε σε μονομαχία ένα βάρβαρο καθιστώντας έτσι δυνατή την οπισθοχώρηση του βυζαντινού στρατού.
Ο αυτοκράτορας τότε ως ένδειξη ευγνωμοσύνης θέλησε να τον εντάξει στην προσωπική του υπηρεσία. Ο Ιωαννίκιος όμως ζήτησε ως μόνη χάρη να του δοθεί η άδεια να αποστρατευτεί μετά από εικοσιτέσσερα χρόνια αφοσιωμένης υπηρεσίας.
Μετέβη πρώτα στη μονή των Αυγάρων κοντά στην Προύσα. Ο ηγούμενος όμως τον έστειλε στη μονή Αντιδίου για να λάβει εκεί πρώτα τις βασικές αρχές της ασκήσεως. Στη Μονή Αντιδίου αποδείχθηκε υπόδειγμα για όλους τους μοναχούς, εναντίον της φιλαυτίας, της φιληδονίας και κάθε είδους πειρασμού. Διψώντας όμως για πιο απομονωμένη άσκηση ζήτησε να αποσυρθεί μόνος τω Θεώ μόνω στο όρος Κόρακος Κεφαλή. Έμεινε εκεί για μια ολόκληρη εβδομάδα, δίχως τροφή, παρακαλώντας το Θεό να του φέρει έναν πνευματικό πατέρα, για να τον οδηγήσει στο δρόμο της τελειότητας.
Αργότερα εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά χαμένη στα βάθη ενός πυκνού δάσους στο χωριό Ελλήσποντος, στην περιοχή της Πανδήμου, όπου δεν τον ήξερε παρά μόνο ένας βοσκός, ο οποίος μια φορά το μήνα του έφερνε νερό και ψωμί.
Τρία χρόνια αργότερα βρήκε έναν παλιό του φίλο από τον στρατό τον Αντώνιο που είχε κι αυτός αρνηθεί τον κόσμο. Αποτραβήχτηκαν μαζί στα άγρια και δύσβατα όρη της Κουνδουρίας κοντά στα Μύρα της Λυκίας. Στο δρόμο ο Ιωαννίκιος συνάντησε μια νεαρά παρθένο θύμα των πειρασμών του δαίμονος. Την πλησίασε και της ζήτησε να θέσει το χέρι της στον αυχένα του λέγοντας: «Με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, ο πειρασμός που σου επιτίθεται να πέσει πάνω μου!». Ενώ η νεαρά κόρη επέστρεψε ήρεμη και αναπαυμένη, ο άγιος αποτραβήχθηκε σε μια σπηλιά δεχόμενες τρομερές επιθέσεις του δαίμονος της πορνείας.
Στα 807 πήγε στη μονή Εριστής στην Πάνδημο, όπου έλαβε το αγγελικό σχήμα.
Το 810 αφού προηγουμένως πέρασε μερικά χρόνια ακόμη σε διάφορα μέρη απομονωμένος, ο Θεός του φανέρωσε σε όραμα ότι ήταν πια καιρός να εγκαταλείψει τις ερημιές και να εργαστεί για τη σωτηρία των ψυχών. Εγκαταστάθηκε στη Μονή των Αυγάρων στο όρος Τριχάλικος και εκεί δεχόταν πολλούς επισκέπτες . θεράπευε τους αρρώστους, παρηγορούσε τις χειμαζόμενες ψυχές, έφερνε στο δρόμο της αληθείας τους αμαρτωλούς και τους εικονομάχους. Προέβλεψε μεταξύ άλλων την ήττα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄Ραγκαβέ (813) στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων, την ανάρρηση στην εξουσία του Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου (813-820) και τον τρομερό διωγμό που θα εξαπέλυε κατά των ορθοδόξων.
Επιστρέφοντας στο όρος Άλσος της Λυδίας, στην αρχή της βασιλείας του Λέοντος Ε΄του Αρμενίου, ο όσιος δηλητηριάστηκε από ένα πέρση μάγο ονομαζόμενο Γουρία. Την επομένη όμως εμφανίστηκε στον ύπνο του ο άγιος Ευστράτιος (20 Σεπτ) ο οποίος του έδωσε να φάει ένα κομμάτι ξύλο που τον γιάτρεψε αμέσως. Ως δείγμα της ευγνωμοσύνης του έκτισε στον τόπο εκείνο εκκλησία και μοναστήρι αφιερωμένο στον άγιο Ευστάθιο που λίγα χρόνια μετά αριθμούσε εβδομήντα μοναχούς.
Μια άλλη φορά φανερώθηκε στο όνειρό του ένα αγίασμα και άκουσε φωνή που του έδινε εντολή να κτίσει στο μέρος εκείνο ναό προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως και ένα μοναστήρι. Ο όσιος ανέλαβε αμέσως την οικοδόμηση βοηθώντας με τα θαύματά του τους εργάτες. Εξαφάνισε πολλές φορές τα φίδια που κατέκλυζαν τον τόπο, με τη βοήθεια της σιδερένιας ράβδου του και ενός σταυρού. Για το λόγο αυτό τιμάται έκτοτε ως προστάτης κατά των φιδιών και κάθε ιοβόλου.
Ίδρυσε και ένα τρίτο μοναστήρι αφιερωμένο στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο.
Έκτοτε ο Ιωαννίκιος αποσύρθηκε και πάλι στην ερημία ενώ ταυτόχρονα μαίνονταν ο διωγμός του Λέοντος Ε΄. κάποτε στο ερημητήριό του τον επισκέφθηκαν επιφανείς προσωπικότητες όπως οι μητροπολίτες Χαλκηδόνος και Νικαίας, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης και ο Κλήμης ο Νοτάριος οι οποίοι τον ρώτησαν ποια είναι η μεγαλύτερη αρετή. Ο Ιωαννίκιος απάντησε ότι είναι η ταπεινοφροσύνη. Δέχθηκε επίσης την επίσκεψη του οσίου Ευθυμίου του Νέου (15 Οκτ), την ταπεινοφροσύνη του οποίου δοκίμασε κατηγορώντας τον ψευδώς για φόνο.
Κάποτε μια αρκούδα τάραξε τους συνδαιτυμόνες του αγίου, ο άγιος τότε με γλυκύτητα της έδωσε εντολή να ξαπλώσει στα πόδια του και να κάνει το ίδιο σε κάθε έναν από τους επισκέπτες του. οι ομοτράπεζοι αναχώρησαν ωφελημένοι, δίχως έκτοτε να αμφιβάλλουν για τα θαύματα του αγίου όπως έκαναν νωρίτερα κάποιοι από αυτούς.
Ενοχλούμενος από τη φήμη που είχε αποκτήσει, ο όσιος επέστρεψε μαζί με τον Ευστράτιο στην ερημία του όρους Κόρακος Κεφαλή και εγκαταβίωσαν σε ξεχωριστά κελιά. Την εποχή εκείνη ο Θεόφιλος καταδίωκε αγρίως της Εκκλησία και ιδιαιτέρως τους μοναχούς που υπερασπίζονταν τις άγιες εικόνες. Προς το τέλος όμως της ζωής του ο Θεόφιλος άρχισε να αμφιβάλλει για την ορθότητα των όσων πίστευε. Απέστειλε μερικούς αγγελιοφόρους στον Ιωαννίκιο για να λάβει συμβουλές. Ο μακάριος γέρων τους είπε: « Όποιος δεν αποδίδει την οφειλομένη τιμή στις εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, δεν θα μπορέσει να γίνει δεκτός στη Βασιλεία των ουρανών». Λέγεται ότι την επόμενη χρονιά ο Θεόφιλος πριν πεθάνει είπε να του φέρουν μια εικόνα του Χριστού, την οποία ασπάστηκε με δάκρυα στα μάτια. Φρόντισε δε γρήγορα να χειροτονηθεί ο Μεθόδιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και αποκατέστησε οριστικά την τιμή των αγίων εικόνων.
Ο Μεθόδιος δεν επέδειξε μεγάλη αυστηρότητα, αλλά μετριοπαθή στάση απέναντι στους ιερείς και επισκόπους που είχαν πέσει στην αίρεση των εικονοκλαστών. Η στάση αυτή δεν άρεσε σε ορισμένους ιεράρχες και μοναχούς, μεταξύ των οποίων ήταν και εκείνοι της Μονής Στουδίου. Ο Ιωαννίκιος στήριξε με την αυθεντία του την μετριοπαθή στάση του αγίου Μεθοδίου.
Κάποιοι μοναχοί που τον φθονούσαν έβαλαν μια μέρα φωτιά στο κελί του. ο Ιωαννίκιος αναγνώρισε αμέσως ανάμεσα στο πλήθος τους αυτουργούς, όμως απευθύνθηκε σ’ αυτούς με ευπροσηγορία και πραότητα. Κάποιοι απ’ αυτούς μετανόησαν κάποιοι όμως παρέμειναν αδιάλλακτοι όπως ο μοναχός Επιφάνιος.
Στα ενενήντα δύο του χρόνια επέστρεψε εκεί από όπου είχε αρχίσει την μοναχική ζωή, δηλαδή στη Μονή Αντιδίου. Εκεί στα ενενήντα δύο του χρόνια εκοιμήθη εν Κυρίω στις 4 Νοεμβρίου 846. Την ώρα του θανάτου του οι μοναχοί του όρους Ολύμπου είδαν μια πύρινη στήλη να υψώνεται από τη γη στον ουρανό.
Η τίμια κάρα του τιμάται σήμερα στη Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.