Α΄ Βασιλειών
Υπήρχε κάποιος άνθρωπος ονόματι Ελκανά ο οποίος είχε παντρευτεί δύο γυναίκες. (ανεκτή η πολυγαμία στην Π. Διαθήκη). Τα ονόματα των συζύγων του Ελκανά ήταν Φεννάνα που σημαίνει Μαργαρίτης, και Άννα που σημαίνει χάρις.
Η Φεννάνα απέκτησε δύο παιδιά, ενώ αντιθέτως της Άννας η μήτρα είχε κλειστεί από το Θεό. Το γεγονός αυτός έριχνε την Άννα σε μελαγχολία.
Ο Ελκανά ήταν ιερέας και όταν περάτωνε την ειρηνική θυσία του στο Θεό έδινε πολλές μερίδες από τη θυσία στην Φεννάνα λόγω του αριθμού των τέκνων, μία μόνο μερίδα στην Άννα που δεν είχε παιδιά. Αυτό ενίσχυε τη ζηλοτυπία της Άννας απέναντι στην Φεννάνα τη στιγμή μάλιστα που τότε οι Εβραίοι θεωρούσαν τη στειρότητα ως ένα είδος θείας τιμωρίας.
Κάτω από τέτοια ψυχολογική πίεση η Άννα κατέφυγε στο ναό για να προσευχηθεί χύνοντας άφθονα δάκρυα. Έταξε δε στην προσευχή της, πως αν ο Θεός της έδιδε παιδί, εκείνη θα το αφιέρωνε στο Θεό. Θα ήταν δηλαδή ισόβιος Ναζηραίος. Είναι πράγματι αξιοπρόσεκτη η αξία της γυναίκας στην Εβραϊκή κοινωνία. Είχε το δικαίωμα να αφιερώσει το παιδί της!
Όση ώρα η Άννα προσεύχονταν στο ναό, ήταν παρόν ο αρχιερέας Ηλί.
Ο Ηλί πρόσεξε πως η Άννα προσεύχονταν ενδομύχως, δηλαδή με εσωτερική φωνή. Τα χείλη κουνιόνταν, μα φωνή δεν ακουγόταν. Αυτό έκανε τον Ηλί να πιστέψει πως η γυναίκα ήταν μεθυσμένη. Όταν όμβς διαπίστωσε την πλάνη του, μετέβαλε την αρχική μομφή του σε πατρική ευχή.
Από τη στιγμή εκείνη, η Άννα δεν υπήρξε ξανά σκυθρωπή. Μάλιστα, μετά από λίγο καιρό έμεινε έγκυος, γέννησε υιό, τον οποίο ονόμασε Σαμουήλ που το όνομά του σημαίνει «εισακουσθείς από το Θεό».
Η Άννα ανακοίνωσε στον σύζυγό της Ελκανά το τάξιμο που είχε κάνει και εκείνος το ενέκρινε. Έτσι, μετά τον απογαλακτισμό του παιδιού, ο Σαμουήλ αφιερώθηκε στο Θεό και η μητέρα του εξεφώνησε την πανηγυρική δοξολογική ωδή της την οποία κανείς μπορεί να διαβάσει στο 2 κεφ. Α΄ Βασιλειών:
Η Άννα, παρέδωσε το παιδί στη σκηνή του Μαρτυρίου θέτοντάς το στην υπηρεσία του αρχιερέως Ηλί.
Ο Ηλί είχε υιούς που είχαν και αυτοί κληρονομική την ιεροσύνη από τον πατέρα τους. Ήταν όμως πολύ ασεβείς, παρέβαιναν συστηματικά τον Μωσαϊκό νόμο ως και τις θείες διατάξεις περί των θυσιών και εκμεταλλεύονταν για υλικούς λόγους τους πιστούς.
Ο Ηλί αντί να τιμωρήσει όπως έπρεπε τους υιούς του, αρκούνταν σε μία παρακλητικού τύπου παρατήρηση: «Αν άνθρωπος αμαρτήσει σε άλλον άνθρωπο είναι δυνατόν να ζητηθεί διά προσευχής προς τον Κύριο συγχώρησις. Εάν όμως αμαρτήσει τις προς τον Κύριο, ποιος εις ποιον θα προσευχηθεί;»
Ο Θεός, τιμώρησε την ιερατική οικογένεια του Ηλί. Δεν τους αφάνισε πλήρως, αλλά τους έκανε έτσι ώστε όλοι τους να πεθαίνουν νέοι, να χάσουν την εξουσία που είχαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου και αντ’ αυτού να παρακαλούν για μια πενιχρή θέση ιερατικής διακονίας με την ελάχιστη αμοιβή μερικών μερίδων μόνο άρτου. Δεν επέτρεψε ο Θεός να αμείβονται πλέον με κρέας διότι αυτό το είχαν χορτάσει παλαιότερα μέσα στην αχόρταγη απληστία τους.
Ο Σαμουήλ έφθασε σε ηλικία 12 ετών, όμως δεν άφησε σε τίποτε τον εαυτό του να παρασυρθεί από τους ασεβείς υιούς του Ηλί. Μία μέρα ενώ ο Σαμουήλ κοιμόταν πλησίον της Σκηνής του Μαρτυρίου, άκουσε μία φωνή να τον καλεί: «Σαμουήλ, Σαμουήλ», στο άκουσμα αυτής της φωνής ο Σαμουήλ νόμισε πως τον φώναξε ο Ηλί. Ο Σαμουήλ δεν γνώριζε ακόμη τον Θεό, διότι ο λόγος του Θεού δεν είχε ακόμη αποκαλυφθεί εις αυτόν». Η κλήση του Θεού επαναλήφτηκε άλλες δύο φορές (συνολικά 3 φορές). Ο Ηλί εννόησε, ότι αυτές οι επανειλημμένες κλήσεις δεν ήταν δυνατό παρά να έχουν θεία προέλευση.
Ο Θεός στο παραπάνω περιγραφέν περιστατικό αφήνει τον 89 ετών γέροντα Ηλί, τον επί 40 έτη αρχιερατεύσαντα, και φανερώνεται στον νεαρό 18 τότε ετών Σαμουήλ «ίνα διδάξει πόσο προτιμοτέρα είναι η νεότης κοσμουμένη δι’ αρετής, από τον ασεβή γέροντα». (Θεοφώρητος).
Ο Θεός ανήγγειλε στον Σαμουήλ την επερχόμενη τιμωρία της ιερατικής οικογένειας του Ηλί: «Η αμαρτία των υιών του Ηλί, ουδέποτε θα εξιλεωθεί, ούτε δια θυμιαμάτων, διά αναιμάκτων , ούτε διά αιματηρών θυσιών».
Ο Ηλί όταν πληροφορήθηκε πλέον την επερχόμενη θεία τιμωρία, δεν μεμψίμοιρε, αλλά υποτάχθηκε.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζει περί του Ηλί: «Μαθών την απειλή κατά των τέκνων του δεν αποθνήσκει, μαθών την αιχμαλωσία της Κιβωτού, αποθνήσκει από τη στεναχώρια του. Πόση ευλάβεια! Και όμως! Ετιμωρήθη διότι δεν επέβλεπεν αυστηρώς τα παιδιά του».
Κατά την εποχή εκείνη οι Φιλισταίοι κτύπησαν με πόλεμο τους ισραηλίτες και τους νίκησαν. Οι Εβραίοι διερωτήθηκαν για την αιτία της ήττας. Οι πρεσβύτεροι του λαού, αντί να προσευχηθούν για να μάθουν το τί έπρεπε να πράξουν ώστε να νικήσουν τους Φιλισταίους, χρησιμοποίησαν την Κιβωτό της Διαθήκης με μαγικό τρόπο. Αγνόησαν ότι ο Θεός ήταν μεγαλύτερος της Κιβωτού και παίρνοντας την Κιβωτό ανά χείρας ξεκίνησαν με δυνατές κραυγές να πολεμήσουν τους Φιλισταίους. Οι Φιλισταίοι παρά την αρχική τους έκπληξη αποφάσισαν με ανδρεία να πολεμήσουν εναντίον των εχθρών τους.
Οι υιοί του Ηλί στον πόλεμο σκοτώθηκαν όπως και πλήθος στρατιωτών. Οι ισραηλίτες υπέστησαν μεγάλη ήττα. Ο Ηλί πληροφορήθηκε από αγγελιοφόρο τα δυσμενή γεγονότα και το ότι η Κιβωτός της Διαθήκης έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων. Αυτό έκανε τον Ηλί να πέσει από τη θέση του και να πεθάνει. Ο Ηλί υπήρξε 20 χρόνια κριτής του Ισραήλ.
Η κιβωτός της Διαθήκης για ένα μακρύ χρονικό διάστημα περιήλθε στα χέρια των Φιλισταίων, οι οποίοι έπαθαν πολλά δεινά δι’ αυτής. Κτυπήθηκαν με αιμορροΐδες οι άνθρωποι και με πλήθος ποντικών τα χωράφια. Τελικά επέστρεψαν την Κιβωτό στους ισραηλίτες οι οποίοι με ανακούφιση και πολύ χαρά την υποδέχτηκαν και πάλι.
Είκοσι ολόκληρα έτη οι ισραηλίτες ζούσαν μακριά από το θέλημα του Θεού χωρίς μετάνοια, χωρίς νόμο, είχαν γίνει ένα με τους Φιλισταίους. Ο Σαμουήλ τότε ανέλαβε το ρόλο του κριτού. Ζήτησε από τους συμπατριώτες του να αφαιρέσουν από ανάμεσά τους όλα τα ειδωλολατρικά αντικείμενα και αγάλματα.
Ο Σαμουήλ κατόπιν προσευχήθηκε με θέρμη στον Κύριο υπέρ των ισραηλιτών οι οποίοι δια των πρεσβειών του εξήλθαν σε πόλεμο με τους πολυάριθμους Φιλισταίους. Ο Θεός με φοβερές βροντές τρομοκράτησε τους Φιλισταίους οι οποίοι ετράπησαν σε άτακτη φυγή παραδίδοντας τις Εβραϊκές πόλεις που κατείχαν πίσω στους ισραηλίτες.
Ο Σαμψών επειδή αμάρτησε άρχισε μεν, αλλά δεν τελείωσε τη σωτηρία του ισραηλιτικού λαού από τους Φιλισταίους. Ο Σαμουήλ όμως συνέτριψε αυτούς διότι φάνηκε πιστός στην αποστολή του προς τον Θεό.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Σαμουήλ απόκτησε δύο υιούς οι οποίοι ήταν μεν ιερείς, αλλά όχι ευσεβείς όπως ο πατέρας τους. Τούτο ήταν γνωστό στο λαό.
Οι Ισραηλίτες ζήτησαν από τον Σαμουήλ να τους ορίσει έναν βασιλιά λέγοντας ότι τούτο το ζητούν διότι οι υιοί του Σαμουήλ δεν ήταν ικανοί να κυβερνήσουν το Ισραήλ, και ότι ήθελαν και αυτοί να κυβερνηθούν όπως και τα άλλα έθνη, ξεχνώντας ασφαλώς πως αυτοί ήταν μέλη ενός περιούσιου λαού του Θεού.
Ο Σαμουήλ δεν συμφώνησε με αυτό το αίτημα των Εβραίων, διότι με την εγκατάσταση της βασιλείας θα κατέρρεε η απόλυτη εμπιστοσύνη της διακυβέρνησης του Ισραήλ από τον Θεό, δηλαδή η θεοκρατία.
Ο Σαμουήλ δια του Θεού προειδοποίησε τους ισραηλίτες για τις συνέπειες που θα έχουν από την εγκατάσταση της βασιλείας στο Ισραήλ. Οι βασιλιάδες τότε είχαν τεράστια εξουσία. Είχαν το δικαίωμα να αυθαιρετήσουν, να αδικήσουν, να καταπιέσουν, να αποκτήσουν δούλους και δούλες, να οικειοποιηθούν γεωργικές εκτάσεις και ζώα και όσο κι αν κανείς φωνάξει ποτέ δεν θα εισακουσθεί.
Όμως, ο λαός παρά τις θείες προειδοποιήσεις επέμεινε στο παράλογο αίτημά του.
Σαούλ ο πρώτος βασιλέας του Ισραήλ.
Ο Σαούλ ήταν ένας ωραιότατος νέος με σπουδαίο παράστημα. Η Γραφή λέει πως ήταν ψηλότερος πάντων.
Θεία εμπνεύσει κίνησε μία μέρα προς τη Βηθλεέμ για να συναντήσει τον Σαμουήλ, για τον οποίο γνώριζε πως ήταν προφήτης. Εν τω μεταξύ ο Θεός είχε πληροφορήσει τον Σαμουήλ πως επρόκειτο να συναντήσει τον Σαούλ τον οποίο έπρεπε να χρίσει βασιλέα των Εβραίων διότι αυτός ήταν ικανός να νικήσει τους Φιλισταίους οι οποίοι ήταν οι βασικοί αντίπαλοι των ισραηλιτών.
Ο Σαμουήλ έχρισε με λάδι τον Σαούλ, το οποίο συμβόλιζε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Ο Θεός μετέβαλε την ψυχή του Σαούλ, τον έκανε άλλο άνθρωπο.
Κατόπιν, ο Σαμουήλ συγκέντρωσε του ισραηλίτες με σκοπό δια κλήρου να εκλεγεί ο πρώτος βασιλιάς του Ισραήλ και είπε: «...σεις σήμερα περιφρονήσατε εμένα τον Θεό σας, ο οποίος υπήρξα σωτήρ σας εξ’όλων των κακών και των συμφορών σας και είπατε: Ουδέ άλλο θέλουμε πλην του να εγκαταστήσεις βασιλέα εφ’ ημών».
Ο κλήρος όπως ήταν θέλημα του Θεού έπεσε στον Σαούλ, ο οποίος κρύβονταν, δείχνοντας έτσι πως δεν επιζητούσε ο ίδιος τιμές, αλλά ήταν κλητός του Θεού. Ο λαός επεφήμησε αυτόν πλην ελαχίστων οι οποίοι αρνήθηκαν να του προσφέρουν δώρο και τον ανάλογο φόρο για την εκλογή του.
Ο Νάας ο αρχηγός των Αμμωνιτών δήλωσε πως μόνο μία περίπτωση υπήρχε για να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Ισραηλίτες. Να τους τυφλώσει το ένα μάτι. Αυτό τρομοκράτησε τους Εβραίους, εκτός του Σαούλ, ο οποίος φωτισμένος από τον Θεό, οργίστηκε δικαία οργή και κάλεσε τους συμπατριώτες τους σε πόλεμο κατά των Αμμωνιτών.
600.000 εβραίοι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν υπό την καθοδήγηση του Σαούλ. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν θριαμβευτικό υπέρ του Ισραήλ.
Ο Σαμουήλ, μετά την ευχάριστη έκβαση του πολέμου, έχρισε και πάλι τον Σαούλ βασιλιά του Ισραήλ και είπε: «Να! Υπήκουσα σε όλα όσα μου ζητήσατε και σας εγκατέστησα ως κυβερνήτη σας βασιλέα. Και τώρα να! Ο βασιλεύς πηγαινοέρχεται ανάμεσά σας! Χαρείτε τον! Εγώ όμως έχω γεράσει και πρέπει να αποσυρθώ, οι δε υιοί μου βρίσκονται μεταξύ σας ίσοι στο αξίωμα με σας χωρίς απαίτηση διαδοχής μου.... και τώρα σταθείτε να δείτε το μεγάλο θαυμαστό γεγονός, το οποίο ο Κύριος θα κάνει μπροστά στα μάτια σας: Εποχή θερισμού σιτηρών δεν είναι τώρα; Επομένως δεν αναμένεται καμία βροχή. Εγώ όμως θα παρακαλέσω τον Κύριο και θα δώσει αστραπές και βροντές και βροχή. Εκ του θαύματος τούτου θα πεισθείτε ότι η διαπραχθείσα αμαρτία σας ενώπιον του Κυρίου ήταν μεγάλη να ζητήσετε και να έχετε βασιλέα όπως και τα άλλα έθνη.»
Πράγματι ο Σαμουήλ παρακάλεσε τον Κύριο και Εκείνος έδωσε αστραπές και βροντές και βροχή, εκ τούτου ο ισραηλιτικός λαός φοβήθηκε πολύ τον Θεό και τον Σαμουήλ.
Ο Σαμουήλ είπε πως εφόσον πλέον το Ισραήλ είχε βασιλιά έπρεπε πλέον να υπακούει σ’ αυτόν αλλά παράλληλα: «...να φοβείσθε τον Κύριο, λατρεύσετε Αυτόν με ορθό τρόπο και με όλη την καρδιά σας.. εάν όμως επιμείνετε να αμαρτάνετε, σεις και ο βασιλιάς σας θα συγκαταστραφείτε».
Ο Σαούλ και ο υιός του Ιωνάθαν κατάφεραν να κατακτήσουν τα στρατηγικά φυλάκια των Φιλισταίων, και αυτό ήταν σοβαρή αιτία να ξεσπάσει γενική εξέγερση των Φιλισταίων κατά των Ισραηλιτών. Ο Σαούλ αποφάσισε να πολεμήσουν εναντίον τους και συγκέντρωσε κατά μεν την γραφή 300.000 άρματα, κατά δε τους ερμηνευτές ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικός και ο πιθανότερος είναι 900 άρματα μάχης. Άλλωστε και οι Φιλισταίοι ήταν ολιγάριθμος λαός.
Ο Σαούλ περίμενε να λάβει την εντολή από τον Σαμουήλ για την έναρξη του πολέμου, μα ο προφήτης δεν φάνηκε. Τότε ο Σαούλ προσέφερε θυσία και ολοκαυτώματα αποφασίζοντας να ξεκινήσει τη μάχη δίχως να περιμένει την απάντηση του Θεού διά του Σαμουήλ.
Όταν ο Σαμουήλ εμφανίστηκε μετά από δέκα μέρες επέπληξε αυστηρά τον Σαούλ για την ανυπακοή του να θυσιάσει δίχως να τον περιμένει.
Ο Σαμουήλ τότε του είπε: «Με κουφότητα ενήργησες, διότι δεν εφύλαξες την εντολή μου, την οποία διέταξε ο Κύριος. Εάν δεν φερόσουνα έτσι, ο Κύριος είχε ετοιμάσει τη βασιλεία σου να είναι παντοτινή. Αλλά τώρα η βασιλεία σου δε θα μείνει στη θέση της. Ο Κύριος θα ζητήσει να βρει άντρα, όπως τον ποθεί ο Θεός».
Η προφητεία αυτή του Σαμουήλ δεν είχε άμεση ισχύ αλλά όλα αυτά συνέβησαν όπως θα δούμε παρακάτω σε άλλο χρόνο.
Εν τω μεταξύ οι Φιλισταίοι ήδη προσέγγιζαν τα στρατεύματα των ισραηλιτών λεηλατώντας πόλεις και χωριά. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι Εβραίοι δεν διέθεταν σιδερένια όπλα, διότι οι Φιλισταίοι ως κυρίαρχοι αυτών είχαν απαγορεύσει σε αυτούς την κατασκευή και την κατοχή τους.
Ο Ιωνάθαν γιος του Σαούλ με γενναιότητα και πίστη κατάφερε να κερδίσει αρκετές μάχες για λογαριασμό των ισραηλιτών. Όμως ταυτόχρονα ο Σαούλ όρκισε τον λαό του σε απόλυτη νηστεία, κάτι που ασφαλώς αποδυνάμωσε το στρατό του την κρισιμότερη ώρα του πολέμου. Ο Ιωνάθαν όμως δεν γνώριζε τον όρκο του πατέρα του και έφαγε μέλι. Έπρεπε λοιπόν βάση της απερισκεψίας του Σαούλ να θανατωθεί, όμως ο λαός τον υποστήριξε και προσευχήθηκε υπέρ αυτού, διότι ο Ιωνάθαν ήταν ένας ήρωας. Οι αρχιερείς πήραν πληροφορία από τον Θεό και ακύρωσαν τον όρκο του Σαούλ διότι αυτός ενήργησε αυτοκρατορικώς και όχι θεοκρατατικώς.
Κατόπιν ο Σαμουήλ εν ονόματι του Θεού διέταξε τον Σαούλ να αναλάβει τον ιερό πόλεμο κατά των Αμαληκιτών. Οι Αμαληκίτες υπήρξαν οι φανατικότεροι εχθροί των ισραηλιτών και πλέον είχε έλθει η ώρα της Θείας τιμωρίας.
Πολύ σωστά τονίζει ο π. Ιωήλ Γαιαννακόπουλος στην ερμηνευτική του απόδοση της Παλαιάς Διαθήκης, πως ο μεν Θεός τιμωρεί του Αμαληκίτες ύστερα από πολλά χρόνια, ενώ εμείς θέλουμε να τιμωρούνται αμέσως οι εχθροί μας.
Ο Σαούλ παρότι είχε λάβει εντολή να θανατώσει στον πόλεμο όλους τους Αμαληκίτες, όμως αυτός λυπήθηκε τον βασιλιά τους Αγάγ και δεν τον φόνευσε. Ούτε και τα εκλεκτότερα λάφυρα που συνέλεξε κατέστρεψε. Κράτησε πρόβατα, βόες, φαγητά, αμπελώνες κ.α. αυτό βέβαια ήταν βαρύτατη ανυπακοή στο θέλημα του Θεού.
Ο Σαμουήλ επισκέφθηκε κατόπιν τον Σαούλ και είδε, και απογοητεύτηκε από την διαγωγή του χριομένου υπ’ αυτού βασιλέως. Είδε στήλη εγκωμιαστική ειδωλολατρικού τύπου αφιερωμένη στον Σαούλ, και τον Σαούλ να θυσιάζει τα αμαρτωλά λάφυρα των Αμαληκιτών στον Θεό. Βλέποντας λοιπόν αυτά είπε στον Σαούλ: «Πολύ μικρός δεν ήσουν ενώπιον του Θεού, όταν έγινες βασιλιάς του ισραηλιτικού λαού; Ο Θεός σε έβαλε στο δρόμο του εξολοθρευσμού των Αμαληκιτών λέγοντάς σου: Πήγαινε και κατάστρεψε αυτούς που αμάρτησαν σε μένα. Θα τους πολεμήσεις μέχρι να τους εξολοθρεύσεις αυτούς τελείως. Γιατί δεν υπάκουσες στην εντολή αυτή του Κυρίου, αλλά ερρίφθης στα λάφυρα και διέπραξες τη μεγάλη αυτή παρακοή ενώπιον του Κυρίου;
Ο Σαούλ απάντησε στον Σαμουήλ: «Άκουσα τη φωνή του λαού. Βάδισα δηλαδή το δρόμο τον οποίο μου χάραξε ο Κύριος να επέλθω κατά των Αμαληκιτών, αλλά συνέλαβα των βασιλέα των Αμαληκιτών Αγάγ και τον άφησα να ζήσει, μόνο τους άλλους Αμαληκίτες εξολόθρευσα. Ο λαός έλαβε τα καλύτερα εκ των προς αναθεματισμό πρόβατα και βόδια για να τα θυσιάσει στον Κύριο».
Ο Σαμουήλ είπε: «Μήπως είναι προτιμότερα για τον Κύριο τα ολοκαυτώματα και οι άλλες θυσίες από το να υπακούει κανείς στις εντολές Του; Όχι! Η υπακοή στο θέλημά Του είναι ανωτέρα πάσης και της πλουσιωτέρας θυσίας. Ναι! Η ακοή και υπακοή στην εντολή Του είναι ανωτέρα από το πολυτιμότατο λίπος των κριαριών που θυσιάζεται. Η άνευ υπακοής στο θείο θέλημα θυσίες και προσφορές δεν διαφέρουν σε τίποτα από τις ειδωλολατρικές θυσίες, διότι είναι αμαρτία, μαγεία. Οι θυσίες αυτές τα αρχιερατικά διάσημα δι’ ων ο αρχιερεύς ζητεί να μάθει το θείο θέλημα δεν διαφέρουν των ειδωλολατρικών αγαλμάτων, τα οποία προξενούν και επιφέρουν οδύνη και πόνους καταστροφής. Επειδή λοιπόν περιφρόνησες το λόγο του Κυρίου και ο Κύριος θα σε περιφρονήσει, ώστε να μην είσαι βασιλιάς του ισραηλιτικού λαού».
Ο Σαούλ είπε: «Αμάρτησα διότι παραβίασα τον λόγο του Κυρίου και τον δικό σου. Τούτο το έκανα, διότι φοβήθηκα το λαό και άκουσα την απαίτησή του. Τώρα συγχώρησε το αμάρτημά μου, έλα πάλι μαζί μου και θα λατρεύσω τον Κύριο τον Θεό σου».
Ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Δεν θα είμαι πλέον μαζί σου, διότι περιφρόνησες τον λόγο του Κυρίου. Ο Κύριος θα σε απορρίψει, ώστε να μην είσαι βασιλιάς του ισραηλιτικού λαού».
Όπως ο Σαμουήλ έστρεψε το πρόσωπό του να φύγει, ο Σαούλ κρατήθηκε από το άκρο του επανωφοριού του και το έσχισε. Ο Σαμουήλ παίρνοντας αφορμή από το περιστατικό αυτό είπε: «Ο Κύριος έσχισε τη βασιλεία σου και θα τη δώσει σε άλλο ισραηλίτη οικείο υπηρέτη σου καλλίτερο από σένα».
Παρόλα αυτά ο Σαμουήλ επειδή δεν είχε άλλον προς άμεση αντικατάσταση του Σαούλ και για να μη μειώσει το βασιλικό αξίωμα άφησε τον Σαούλ στη θέση του, ο οποίος προς ένδειξη μετανοίας σκότωσε τον Άγαγ βασιλιά των Αμαληκιτών.
Ο Σαμουήλ επέστρεψε στη χώρα του και από τη στιγμή εκείνη δεν ξαναείδε πια ποτέ κατά πρόσωπο τον Σαούλ.
1010 π.Χ ΔΑΥΙΔ
Ο Θεός κάλεσε τον Σαμουήλ στην Βηθλεέμ για να του δείξει τον νέο εκλεκτό ο οποίο ήταν γιος του Ιεσσαί ο μικρότερος και ο πιο «ασήμαντος». Ο Δαυίδ. Θα ήταν τότε μόλις είκοσι ετών τσομπάνος στο επάγγελμα. Ξανθός στα μαλλιά, πράγμα παράξενο για την περιοχή που οι άνθρωποι είναι μέλανες. Είχε δε ωραία μάτια.
Ο Σαμουήλ τον έχρισε με λάδι και από τη στιγμή εκείνη το Άγιο Πνεύμα εισεπήδησε μέσα στον Δαυίδ με μεγάλη δύναμη ενώ παράλληλα ο Σαούλ έμεινε κενός Θείας Χάριτος και πνεύμα πονηρό τάρασσε αυτόν.
Βλέποντας οι δούλοι του Σαούλ την κατάσταση του βασιλιά τους του πρότειναν να φέρουν άνθρωπο που γνώριζε κιθάρα ώστε παίζοντας να τον ηρεμεί κατά την ώρα του πειρασμού. Του έφεραν λοιπόν τον Δαύιδ τον οποίο ο Σαούλ αγάπησε πολύ. Ο Δαυίδ έπαιζε την κιθάρα του και ο Σαούλ θεραπεύονταν από την ταραχή που τον καταλάμβανε διότι το πονηρό πνεύμα απομακρύνονταν απ’ αυτόν.
ΔΑΥΙΔ ΚΑΙ ΓΟΛΙΑΘ
Οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Σοκχώθ προκαλώντας τους ισραηλίτες σε μάχη. Αυτή η περιοχή ήταν μια κοιλάδα, της οποίας την δυτική πλευρά κατείχαν οι Φιλισταίοι και την Ανατολική το Ισραήλ.
Ο Γολιάθ ήταν ένας γίγαντας ο οποίος ανήκε στις τάξεις των Φιλισταίων. Το ύψος του κυμαίνονταν από 2-3,3 μέτρα βάση των πήχεων που αποδίδουν οι εβδομήκοντα και από την άλλη το Εβραϊκό κείμενο.
Ο Γολιάθ προκαλούσε τους ισραηλίτες λέγοντας: «Διατί εξήλθατε να παραταχθείτε σε πόλεμο εναντίον μας; Εγώ δεν είμαι Φιλισταίος και εσείς Εβραίοι με βασιλιά τον Σαούλ; Εκλέξατε άνδρα για να αντιπαραταχτεί εναντίον μου. Εάν αυτός τολμήσει να αντιμετρηθεί μαζί μου και να με καταβάλει θα είμαστε εμείς δούλοι σας. Εάν όμως εγώ φανώ ισχυρότερος αυτού και τον καταβάλω, θα είστε εσείς δούλοι σε μας και θα μας δουλεύετε».
Ο Δαυίδ την εποχή εκείνη είχε αφήσει την βασιλική αυλή και ασχολούνταν με την διαποίμανση των προβάτων. Ο πατέρας του Ιεσσαί πολύ γέρος στην ηλικία απέστειλε τον Δαυίδ στο ισραηλιτικό στρατόπεδο για να στείλει αγαθά προς εφοδιασμό στα αδέρφια του που είχε στείλει ο Ιεσσαί στον πόλεμο.
Όταν πήγε στο πεδίο της μάχης και άκουσε αυτά που έλεγε ο Γολιάθ, άναψε μέσα του ο πολεμικός βρασμός. Εν τω μεταξύ ο Σαούλ είχε υποσχεθεί πως αν κάποιος αντιμετώπιζε τον Γολιάθ και τον νικούσε θα του έδινε την κόρη του και θα τον έκανε αντιβασιλέα. Ο Δαυίδ ρώτησε τους άνδρες που βρίσκονταν δίπλα του: «Θα αμειφθεί ο ανήρ εκείνος, ο οποίος θα καταβάλει τον Φιλισταίο τούτο, αφαιρώντας αυτός την προς τον ισραηλιτικό λαό προσβολή του ανδρός αυτού. Ποιος είναι ο απερίτμητος αυτός Φιλισταίος ο οποίος προσέβαλε τον στρατό του πραγματικού Θεού;».
Ο Ελιάβ ο μεγαλύτερος αδερφός του Δαυίδ, ακούγοντας τα λόγια αυτά ειρωνεύτηκε τον Δαυίδ λέγοντάς του: «Εγώ γνωρίζω την υπερηφάνεια σου και την κακή σου καρδιά. Ήλθες εδώ να δεις τον πόλεμο». Ο Δαυίδ όμως συνέχισε πυρακτωμένος από θείο ζήλο συνέχισε να ρωτά και τελικά οδηγήθηκε στον Σαούλ στον οποίο προσφέρθηκε για να πολεμήσει εναντίον του Γολιάθ. Ο Σαούλ βλέποντας τη διαφορά όγκου των δύο πολεμιστών αρχικά αρνήθηκε να επιτρέψει στον Δαυίδ να αντιμετωπίσει το Γολιάθ σε μονομαχία. Ο Δαυίδ όμως του είπε για τις επιτυχίες που είχε απέναντι στα άγρια θηρία που επιτίθονταν κατά καιρούς στο κοπάδι του και πώς εκείνος τα φόνευε. «...τον λέοντα λοιπόν και την άρκτο εγώ ο δούλος σου χτυπούσα και φόνευα...». Ο Σαούλ ακούγοντας τις διηγήσεις του, του επέτρεψε τελικά να αντιμετωπίσει τον τρομερό γίγαντα Γολιάθ.
Οι ισραηλίτες έντυσαν τον Δαυίδ με πανοπλία, η οποία όμως ήταν λείαν ενοχλητική στον μικρό βοσκό και τον εμπόδιζε στο περπάτημα. Την αφαίρεσε λοιπόν και εξήλθε εναντίον του Γολιάθ δίχως πανοπλία, δίχως όπλα, παρά μόνο με μια σφενδόνα και μερικές πέτρες στα χέρια. Ο Γολιάθ βλέποντας απέναντί του τον μικροσκοπικό Δαυίδ είπε: «Με σκυλί μοιάζω και έρχεσαι εναντίον μου με ράβδο και πέτρες;» Ο Δαυίδ απάντησε: «Όχι! Αλλά χειρότερος από σκύλο είσαι... συ έρχεσαι εναντίον μου με ρομφαία και δόρυ και ασπίδα. Εγώ όμως έρχομαι εν ονόματι Κυρίου Θεού Παντοκράτορος του στρατού του ισραηλιτικού, για τον οποίο μίλησες σήμερα περιφρονητικά. Σήμερα θα σε παραδώσει ο Κύριος στα χέρια μου, θα σε φονεύσω και θα αφαιρέσω το κεφάλι σου...».
Ο Γολιάθ ακούγοντας αυτά βάδισε κατά του Δαυίδ. Ο Δαυίδ άπλωσε το χέρι του στο σάκο του, πήρε έναν λίθο τον οποίο εξεσφενδόνισε κατά του Φιλισταίου, τον οποίο κτύπησε στο μέτωπο. Ο λίθος τρύπησε την περικεφαλαία και εισήλθε στο μέτωπο αυτού, πληγώνοντάς τον θανάσιμα. Κατόπιν ο Δαυίδ έκοψε το κεφάλι του γίγαντα. Οι Φιλισταίοι μετά το συμβάν αυτό τράπηκαν άτακτα σε φυγή.
Από τη στιγμή εκείνη που ο Δαυίδ φόνευσε τον Φιλισταίο γίγαντα, ο Σαούλ παρέλαβε αυτόν μόνιμα στο παλάτι του. Ο Ιωνάθαν υιός του Σαούλ συνδέθηκε με τον Δαυίδ με μεγάλους δεσμούς φιλίας. Τον αγάπησε ο Ιωνάθαν τον Δαυίδ όπως τον εαυτό του.
Εν τω μεταξύ οι γυναίκες υποδέχτηκαν τον Δαυίδ στο παλάτι με χορούς και τύμπανα. Τραγουδώντας: «Ο Σαούλ εφόνευσε χιλιάδας εχθρών του και ο Δαυίδ μυριάδας». Αυτό ασφαλώς δεν άρεσε στον Σαούλ, ο οποίος καταλήφθηκε υπό του δαίμονος και αποπειράθηκε δύο φορές να σκοτώσει με το δόρυ του τον Δαυίδ. Το εξεδίωξε από το παλάτι του κυριευμένος από το πάθος του φθόνου. Από τότε ζητούσε τρόπο να σκοτώσει τον «αντίζηλό» του.
Η Μελχόλ κόρη του Σαούλ ανήκε στον Δαυίδ λόγω του ότι ο Σαούλ είχε υποσχεθεί ότι όποιος σκότωνε τον γίγαντα τον Γολιάθ θα την έπαιρνε για γυναίκα του. Παρόλα αυτά πριν του τη δώσει σκέφτηκε να εκθέσει τον Δαυίδ σε μεγάλους κινδύνους, μήπως και μέσα από αυτούς σκοτωθεί και απαλλαχτεί απ’ αυτόν. Έτσι ζήτησε από τον Δαυίδ να καταβάλει ως γαμήλια δώρα 100 ακροβυστίες Φιλισταίων. Και τούτο διότι ο Δαυίδ ήταν φτωχός και δεν είχε χρήματα να δώσει. Αυτό ήταν ένα πανούργο τέχνασμα του Σαούλ για να εκθέσει τον Δαυίδ σε κίνδυνο. Όμως ο Δαυίδ κατάφερε να φέρει ει πέρας την αποστολή του. Φόνευσε εκατό Φιλισταίους και πήρε από αυτούς τις ακροβυστίες τους.
Στη συνέχεια ο Σαούλ κυριευμένος από το πονηρό πνεύμα προσπάθησε δύο φορές να φονεύσει τον Δαυίδ με τα ίδια του χέρια χωρίς όμως επιτυχία. Ο Ιωνάθαν ο υιός του Σαούλ και καρδιακός φίλος του Δαυίδ, καταπράυνε προς στιγμήν τα πράγματα μεσιτεύοντας στον πατέρα του υπέρ του φίλου του.
Τίποτα όμως δεν σταματούσε τον Σαούλ στην εκδήλωση του παράλογου μίσους του. Έτσι έδωσε εντολή στους στρατιώτες του, να συλλάβουν τον Δαυίδ περικυκλώνοντας την οικία αυτού.
Ο μικρόσωμος ήρωας ξέφυγε του κινδύνου με την πολύτιμη βοήθεια την Μελχόλ της συζύγου του, η οποία έβαλε στο κρεβάτι ομοίωμα ανθρώπου το οποίο παρίστανε κοιμώμενο τον Δαυίδ. Αυτό έδωσε πολύτιμο χρόνο στον σύζυγό της για να απομακρυνθεί από την οικία του.
Ο Δαυίδ, συνάντησε τον Σαμουήλ από τον οποίο απόσπασε πολύτιμες συμβουλές.
Στην περιοχή Αρμαθαίμ όπου εκεί βρίσκονταν το κολλέγιο των προφητών (το κολλέγιο των προφητών ήταν κάτι παρόμοιο με τα σημερινά μοναστήρια, όπου εκεί οι ασκούμενοι επιδίδονταν στη μελέτη του νόμου και την προσευχή), ο Σαούλ καταδίωξε τον Δαυίδ. Εκεί οι βασιλικοί απεσταλμένοι έπεσαν σε έκσταση ψάλλοντας ψαλμούς και ιερά άσματα. Σε έκσταση έπεσε και ο Σαούλ. Με πόση αγάπη και δύναμη υπερασπίζονταν τον Δαυίδ ο Θεός! Εν τούτοις αυτή η έκστασις και η χάρις ουδεμία μεταβολή επέφερε στην καρδιά του Σαούλ.
Συμβούλιο έγινε κατόπιν μεταξύ των δύο φίλων Δαυίδ και Ιωνάθαν. Ο Δαυίδ είπε στον φίλο του πως ο Σαούλ επρόκειτο να τον φονεύσει, πράγμα που ο Ιωνάθαν αδυνατούσε να αποδεχτεί. Τότε ο Δαύιδ είπε στον Ιωνάθαν: «Δος μου την άδεια να φύγω και να κρυφθώ στην πεδιάδα μέχρι το δειλινό. Εάν ο πατήρ σου αντιληφθεί την απουσία μου και σε ερωτήσει δι εμέ θα απαντήσεις. Μου ζήτησε άδεια ο Δαυίδ να μεταβεί μέχρι της πόλεώς του, της Βηθλεέμ, διότι εκεί επρόκειτο να γίνει θυσία ετήσια για όλη την οικογένειά του. Αν σου απαντήσει: ας έχει ειρήνη ο δούλος σου, έχουν καλά τα πράγματα για μένα. Εάν όμως σου απαντήσει με θυμό, γνώριζε ότι η κακία του έχει φθάσει στο κορύφωμά της...».
Πράγματι στο βασιλικό γεύμα που πραγματοποιήθηκε την πρώτη του μηνός, ο Σαούλ ρώτησε να μάθει το λόγο της απουσίας του Δαυίδ από το τραπέζι. Όταν ο Ιωνάθαν είπε αυτά που του είχε υπαγορεύσει ο Δαυίδ, ο Σαούλ άναψε από θυμό.
Ο Ιωνάθαν με συνθηματικό τρόπο ειδοποίησε για τον κίνδυνο τον Δαυίδ ο οποίος έκτοτε έγινε φυγάς περιπλανώμενος ανά την Ιουδαία. Φιλοξενήθηκε από τον αρχιερέα Αβιμέλεχ όπου εκεί πείνασε και έφαγε από του άρτους της προθέσεως , γεγονός που μνημονεύεται και στην Καινή Διαθήκη από το τον Χριστό. (Ματθ. 12, 3-4). Φεύγοντας από τον Αβιμέλεχ πήρε μαζί του την ρομφαία του Γολιάθ η οποία φυλάσσονταν πλησίον του Εφώδ του Αρχιερέως.
Μετά τον Αβιμέλεχ ο Δαυίδ κατάφυγε στο στρατόπεδο των εχθρών του Φιλισταίων, ελπίζοντας ότι αυτοί δεν θα τον αναγνωρίσουν, πράγμα που δεν έγινε όμως. Ο Δαυίδ για να γλυτώσει τη ζωή του προσποιήθηκε τον επιληπτικό, η οποία θεωρούνταν την εποχή εκείνη ιερή νόσος. Έτσι γλύτωσε από τα χέρια των Φιλισταίων και του βασιλιά τους Αγχούς.
Εν συνεχεία ο Δαυίδ κατέφυγε στο σπήλαιο Οδολλάμ το οποίο βρίσκονταν κοντά στη Βηθλεέμ. Εκεί είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια και ως εκ τούτου ήξερε καλά την περιοχή. Κοντά του προσκολλήθηκαν πολλοί ενδεείς και πικραμένοι και ανάμεσα σε όλους αυτούς αρχηγός ήταν ο Δαυίδ. Αργότερα αυτοί που αρχικά ήταν 400, στη συνέχεια αυξήθηκαν στους 600 και αυτοί αποτέλεσαν τον στρατό του ήρωά μας. Αυτούς τους χρησιμοποίησε ο Δαυίδ όχι κατά του Σαούλ, αλλά κατά των Φιλισταίων όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο προφήτης Γαδ που για πρώτη φορά εδώ τον συναντάμε, συνάντησε τον Δαυίδ και του είπε ότι πρέπει να πορευθεί προς την Ιουδαία.
Ο Σαούλ πλήρης οργής κάλεσε τον αρχιερέα Αβιμέλεχ διότι πληροφορήθηκε πως αυττός τον φιλοξένησε τον υποτιθέμενο αντίπαλό του. Ο Αβιμέλεχ είπε στον Σαούλ πως δεν έκανε τίποτα κακό διότι ο Δαυίδ ήταν πιστός δούλος του βασιλιά. Δεν γνώριζε προφανώς το παθιασμένο και παράλογο μίσος του Δαυίδ.
Όμως ο Σαούλ δεν πείστηκε, το μίσος του ήταν άσβεστο. Διέταξε τους στρατιώτες του να σφάξουν όλους τους ιερείς και τον Αβιμέλεχ. Όμως ουδείς ετόλμησε να πράξει τέτοιου είδους έγκλημα, παρά μόνο ο Ιδουμαίος Δωήκ. Αυτός εκείνη την ημέρα έσφαξε 305 ιερείς...
Μόνο ένας υιός του Αβιμέλεχ γλύτωσε από την σφαγή. Ο Αβιάθαρ, ο οποίος προσκολλήθηκε στον Δαυίδ και εκείνος τον έκανε αρχιερέα. Εκείνη την φρικτή ημέρα ο Δαυίδ κατηγόρησε τον εαυτό του ως τάχατις υπεύθυνο για την μεγάλη σφαγή των ιερέων διότι εξαιτίας του έγινε αυτή.
Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ ΣΤΗΝ ΚΕΪΛΑ
Ο Δαυίδ πληροφορήθηκε ότι οι Φιλισταίοι περικύκλωσαν την πόλη Κεϊλά πόλη πλησίον κτισμένη της Βηθλεέμ. Ρώτησε λοιπόν ο Δαυίδ τον Θεό δια μέσου του αρχιερέως Αβιάθαρ που ήταν στη συνοδεία αν θα έπρεπε να κτυπήσει αυτός τους Φιλισταίους. Πράγμα που επέτρεψε ο Θεός και ο Δαυίδ έκανε τότε μια πολύ μεγάλη νίκη εναντίον των Φιλισταίων.
Οι κάτοικοι όμως της Κεϊλά όχι μόνο δεν ευχαρίστησαν τον ήρωά τους που τους γλύτωσε από τα χέρια των Φιλισταίων, αλλά θέλησαν να τον παραδώσουν στα χέρια του Σαούλ ο οποίος με μένος τον καταδίωκε για να τον συλλάβει· Έλεγε:. «Μέσα στη γη αν χωθεί θα ερευνήσω και θα τον βρω θα τον βρω μεταξύ όλων των οικογενειών της φυλής Ιούδα».
Πράγματι, ο Σαούλ ανακάλυψε τον Δαυίδ στην έρημο, και τον καταδίωξε όταν δε έφτασε πολύ κοντά σ’ αυτόν κατά παραχώρηση Θεού οι Φιλισταίοι επιτέθηκαν στον στρατό του Σαούλ και έτσι ο Σαούλ αναγκάστηκε λίγο πριν συλλάβει τον Σαούλ να οπισθοχωρήσει. Το σημείο που έγινε το γεγονός αυτό ονομάστηκε «βράχος αποσχίσεως». Σημείο δηλαδή διαχωρισμού του Σαούλ από τον Δαυίδ.
Στην έρημο Εγγαδί ο Σαούλ πήρε 3000 στρατιώτες με σκοπό να καταδιώξει και πάλι τον Δαυίδ. Σε ένα από τα πολλά σπήλαια που έχει η περιοχή ο Σαούλ εισήλθε για να κάνει τη σωματική του ανάγκη. Όμως μέσα σ’ αυτό το σπήλαιο βρίσκονταν κρυμμένος ο Δαυίδ και οι άνδρες του.
Οι άνδρες του Δαυίδ παρακίνησαν τον αρχηγό τους να σκοτώσει τον ανυπεράσπιστο Σαούλ λέγοντάς του: «Ο Θεός παρέδωσε αυτόν στα χέρια σου». Ο Δαυίδ όμως είπε: «Ουδέποτε ο Κύριος δεν θα επιτρέψει να κάνω τέτοιο πράγμα στον κύριό μου Σαούλ, τον ο οποίο ο Θεός έχρισε βασιλιά του Ισραήλ».
Εν τέλη αφού ο Σαούλ βγήκε αβλαβής από το σπήλαιο, τον ακολούθησε ο Δαυίδ ο οποίος του φώναξε ξωπίσω: «Κύριε βασιλεύ, γιατί πείθεσαι στις συκοφαντίες μερικών αυλικών σου οι οποίοι σου λένε, ιδού ο Δαυίδ ζητεί να σε σκοτώσει; Να! Κατά την ημέρα αυτή, είδαν τα μάτια σου ότι ο Κύριος παρέδωσε εσένα στα χέρια μου στο σπήλαιο αυτό. Δεν θέλησα όμως να σε σκοτώσω, σε λυπήθηκα. Σκέφτηκα: Δεν θα βάλω το χέρι μου στον κύριό μου τον βασιλεύ, ώστε να φονεύσω αυτόν. Διότι αυτός χρίστηκε βασιλιάς από το Θεό...».
Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο Σαούλ ήρθε σε πρόσκαιρη συναίσθηση των αμαρτιών του: «Και να εγώ γνωρίζω, ότι θα γίνεις βασιλιάς και δια της χειρός σου θα στερεωθεί το ισραηλιτικό βασίλειο».
Ο Δαυίδ πληροφορήθηκε τον καιρό εκείνο τον θάνατο
του Σαμουήλ και έτσι κατέβηκε στην έρημο Μαάν για να προστατευθεί από νέα ενδεχόμενη επίθεση του Σαούλ. Στην περιοχή αυτή κατοικούσε ένα πλούσιος άνθρωπος ονόματι Νάβαλ ο οποίος είχε στην κατοχή του πολλά αιγοπρόβατα. Από αυτόν ο Δαυίδ ζήτησε να αγοράσει σφαχτά για τον στρατό του. Όμως ο Νάβαλ απάντησε: «Ποιος είναι αυτός ο Δαύιδ, ποιος είναι αυτός ο υιός του Ιεσσαί; Νομίζω πως υπάρχουν πολλοί δραπέτες δούλοι που έγιναν φυγάδες που το έσκασαν από τους κυρίους τους. Ένας απ’αυτούς είναι κι αυτός». Αυτή η απάντηση εξόργισε τον Δαυίδ ο οποίος αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον του Νάβαλ.
Η σύζυγος του Νάβαλ λεγόταν Αβιγαία. Αυτή ήταν πολύ όμορφη και συνετή. Μόλις πληροφορήθηκε την αναιδή απάντηση του Νάβαλ έτρεξε αμέσως προς τον Δαυίδ και τον παρακάλεσε να μη κάνει κακό στον οίκο της αποκαλώντας τον άνδρα της ανόητο, τρελό. Παράλληλα η Αβιγαία προσέφερε δώρα στον Δαυίδ για να μαλακώσει την καρδιά του όπερ και εγένετο.
Μάλιστα μετά τον θάνατο του Νάβαλ ο Δαυίδ ζήτησε να παντρευτεί την Αβιγαία, τόσο πολύ την εξετίμησε! Στην πόλη Ιεσραέλ έγινε ο γάμος τους. Ο Δαυίδ τον καιρό εκείνο παντρεύτηκε και την Αχινοόμ.
Παράλληλα ο Σαούλ και πάλι καταδίωξε τον Δαυίδ. Πέρασε την έρημο Ζιφ με 3000 στρατιώτες προς εκπλήρωση του φονικού σχεδίου του.
Τη νύχτα όμως στον τόπο που στρατοπέδευσε ο Σαούλ και στρατός του εισχώρησε κρυφά ο Δαυίδ και ο συμπαραστάτης του Αβεσσά χωρίς να γίνουν αντιληπτοί στη σκηνή που αναπαύονταν ο βασιλέας Σαούλ. Η εισχώρηση αυτή έγινε δια θαύματος μιας που ο Θεός βεβάρυνε υπερβολικά τους οφθαλμούς των φρουρών του Σαούλ και έτσι εκείνων κοιμωμένων ο Δαυίδ ανενόχλητος βρέθηκε μπροστά στην κλίνη του Σαούλ. Ο Αβεσσά είπε στον Δαύιδ: «Ο Θεός έφερε σήμερα τον εχθρό σου στα χέρια σου. Δύναμαι να τον κτυπήσω με το δόρυ μου μια φορά μόνο και να φθάσει το δόρυ μου στη γη χωρίς να ξαναδευτερώσω». (Α΄Βασ. 26, 8). Ο Δαυίδ απάντησε στον Αβεσσά: «Δεν πρέπει να τον φονεύσεις, διότι τις θα επιβάλει την χείρα του στον υπό του Θεού χρισθέντα βασιλέα και δεν θα είναι αξιοκατάκριτος; Ο Δαυίδ προσέθεσε: Εις τον ζώντα Κύριο ορκίζομαι εγώ δεν πρόκειται να βάλω χέρι μου φονικό πάνων του...».
Με αυτό τον τρόπο ο Δαυίδ άφησε για μία ακόμη φορά τον Σαούλ στα χέρια του Θεού λέγοντας: «Μόνο ο Κύριος είναι σε θέση να του αφαιρέσει τη ζωή ή δια αιφνιδίου θανάτου ή δια φυσιολογικού...».
Όμως, αυτό που έκανε ο
Δαυίδ ήταν να πάρει το δόρυ του βασιλέως και την υδρία του ύδατος. Την επομένη στάθηκε στον απέναντι λόφο και φώναξε προς τον Σαούλ και τον αρχιστράτηγό του Αβεννήρ: «Αβεννήρ δεν απαντάς; Άνδρας δεν είσαι εσύ; Ποιος άλλος μεταξύ του ισραηλιτικού λαού είναι γενναιότερός σου; Γιατί λοιπόν δεν φυλάττεις τον κύριό σου τον βασιλέα σου; Η αμέλεια την οποία επέδειξες δεν είναι καθόλου καλή. Εις τον ζώντα Κύριο ορκίζομαι ότι είστε άξιοι θανάτου για την αμέλειά σας σεις οι φυλάσσοντες τον υπό του Θεού χρισθέντα βασιλέα σας. Και τώρα ιδού λοιπόν: Το βασιλικό δόρυ και υδρία του ύδατος, τα οποία ήταν πλησίον της κεφαλής του κοιμωμένου βασιλέως που είναι;
Ο Σαούλ αναγνώρισε τη φωνή του Δαυίδ και είπε: «Η φωνή σου είναι αυτή τέκνο μου Δαυίδ»; Ο Δαυίδ απάντησε: «Ναι! Εγώ είμαι ο δούλος σου, κύριε βασιλεύ! Διατί εμέ τον δούλο σου καταδιώκει ο κύριός μου; Εις τί αμάρτησα; Τί κακό βρήκες σε μένα;...»
Ο Σαούλ αποκρίθηκε και είπε: «Γύρισε πίσω παιδί μου Δαύιδ και δεν θα σε κακοποιήσω, διότι σεβάστηκες τη ζωή μου κατά τη σημερινή ημέρα. Ανοήτως εγώ φέρθηκα σε σένα και διέπραξα μεγάλο αμάρτημα»
Ο Δαυίδ απάντησε: «Ιδού το βασιλικό δόρυ. Ας έλθει ένα από τους δούλους σου να το παραλάβει».
Παρά όμως την φαινομενική μετάνοια του Σαούλ ο Δαυίδ πλέον δεν εμπιστευόταν τα λόγια του βασιλέως και σκέφθηκε: «Οπωσδήποτε κάποια μέρα θα πέσω στα χέρια του Σαούλ και θα φονευθώ. Δεν είναι άλλο καλύτερο για μένα από το να καταφύγω και να σωθώ στη χώρα των Φιλισταίων και τότε θα παύσει ο Σαούλ να με ζητά..». Έτσι, ο Δαυίδ και άλλοι 600 στρατιώτες μετέβησαν στην γη των Φιλισταίων προς τον βασιλιά της Γεθ, Αγχούς. Ο Αγχούς παραχώρησε στον Δαυίδ την πόλη Σεκελάκ. Στην πόλη αυτή είχε πλήρη ελευθερία ο Δαυίδ, οργάνωνε τον στρατό του και επιτίθονταν στους Αμαληκίτες. Ήταν θα λέγαμε η πρώτη περίοδος βασιλείας του Δαυίδ. Από τα λάφυρα που κέρδιζε από τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Αμαληκιτών έδινε ένα μερίδιο στον Αγχούς. Έδινε επίσης αναφορά των πράξεών του ως φιλοξενούμενος στα εδάφη των Φιλισταίων.
Ο Δαυίδ δεν άφηνε κανέναν αιχμάλωτο ζωντανό είτε άνδρα είτε γυναίκα για να μην αποκαλυφθεί ότι πολεμούσε όχι τους ισραηλίτες, αλλά τους εχθρούς αυτών. Έτσι έδινε την ψευδή εντύπωση στον Αγχούς ότι αυτός εκτελεί πολεμικές επιχειρήσεις κατά των ισραηλιτών. Το γεγονός ότι ο Αγχούς τον εμπιστεύονταν δεν ήταν παράξενο, μιας που ο Δαυίδ ήταν θανάσιμος εχθρός του Σαούλ.
Έτσι ο Αγχούς τον εμπιστεύτηκε κάνοντάς τον έμπιστο φίλο του.
Κατά την εποχή εκείνη ο Αγχούς αποφάσισε να κηρύξει πόλεμο εναντίον των ισραηλιτών. Απευθυνόμενος στον Δαυίδ του είπε: «Γνωρίζεις ασφαλώς, ότι θα έλθεις εσύ και οι άνδρες σου μαζί μου στον πόλεμο τούτο κατά των ισραηλιτών». Ο Δαυίδ απάντησε: «Θα μάθεις ερχομένου μου στον πόλεμο ποια κατορθώματα θα κάνει ο δούλος σου».
Ο Σαούλ βλέποντας τον στρατό των Φιλισταίων φοβήθηκε. Θέλησε δε να μάθει τι επρόκειτο να γίνει και έτσι ρώτησε τον Κύριο. Όμως δεν έλαβε καμία απόκριση απ’ Αυτόν. Εφόσον δεν βρήκε απάντηση στο Εφώδ των ιερέων κατέφυγε στη μαγεία. Αήτησε λοιπόν τη συμβουλή μιας μάγισσας.
Η μάγισσα που αρχικά δεν αναγνώρισε τον Σαούλ ο οποίος πήγε σ’ αυτήν ενδεδυμένος με κοινά ενδύματα, ρώτησε ποιον νεκρό από τον Άδη ήθελε ο επισκέπτης της να καλέσει. Ο Σαούλ ζήτησε τον Σαμουήλ. Η μάγισσα βλέποντας τον Σαμουήλ τρόμαξε και ταυτόχρονα αναγνώρισε τον Σαούλ. Ο σαούλ τότε της είπε: «Μη φοβάσαι, πες μου ποιον είδες». –«Είδα υπεράνθρωπο πρόσωπο ανερχόμενον από την γη του Άδη. (Δύο τινά υπάρχουν στην εμφάνιση του Σαμουήλ. Η μία περίπτωση είναι να εμφανίστηκε Θεού επιτρέποντως όντως ο Σαμουήλ στη μάγισσα για να δηλώσει την επίσημη συντριβή του Σαούλ, ή δαίμονας ήταν εκείνος. Λογικότερο φαίνεται το δεύτερο). Ο Σαμουήλ απάντησε στην ερώτηση του Σαούλ για το τι επρόκειτο να γίνει στον πόλεμο: «...Ο Κύριος απομακρύνθηκε από σένα και έγινε προστάτης του πλησίον σου Δαυίδ. Ο κύριος έκανε σε σένα ό,τι είχε προφητεύσει δι εμού. Θα συντίψει τη βασιλεία από τη δική σου εξουσία και θα παραδώσει αυτή στον ομόφυλό σου ισραηλίτη». (Ας σημειώσουμε τον αρχικό λόγο του Σαμουήλ που είπε μιλώντας στη μάγισσα: «Γιατί με τάραξες καλώντας με να έλθω εδώ;» Ταραχή όμως δεν υπάρχει στον τόπο των δικαίων. Συνεπώς δαίμονας ήταν αυτός με τη μορφή του Σαμουήλ).
Ο Σαούλ ακούγοντας τα λόγια αυτά έπεσε στο έδαφος εξαντλημένος και απελπισμένος. Τότε η μάγισσα προς ενδυνάμωση του βασιλέως έσφαξε ένα μοσχάρι και παρέθεσε γεύμα στον βασιλιά.
Οι Φιλισταίοι εν τω μεταξύ οργάνωσαν την εκστρατεία τους εναντίον των ισραηλιτών και ανάμεσα σ’ αυτούς και μάλιστα προπορευόμενος ήταν ο Δαυίδ και οι στρατιώτες του. Όμως οι στρατηγού του Αγχούς ενοχλήθηκαν από την παρουσία του Δαυίδ λέγοντας στον βασιλιά τους: «...Γι’ αυτό δεν έσερναν χορό οι νεάνιδες ισραηλίτισσες τραγουδώντας ο Σαούλ φόνευσε χιλιάδες εκ των εχθρών του, ο Δαυίδ όμως δεκάδες χιλιάδες εξ’ αυτών; Με ποιο τρόπο μπορεί αυτός να συμφιλιωθεί με το κύριό του Σαούλ, αν όχι παραδίδοντας σ’ αυτόν κεφάλια Φιλισταίων στρατιωτών»;
Έτσι ο Αγχούς απάλλαξε τον Δαυίδ από την πολεμική αυτή εκστρατεία.
Ο Δαυίδ επιστρέφοντας στην πόλη του Σεκελάκ είδε αυτή λεηλατημένη και τους κατοίκους της αιχμαλώτους από τους Αμαληκίτες. Τότε ο Δαυίδ έκλαψε πικρά από αυτή την κατάσταση διότι ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και οι γυναίκες του. Ρω΄τησε τότε τον Θεό δια του εφώδ του αρχιερέως Αβιάθαρ αν θα έπρεπε να επιτεθεί στους Αμαληκίτες και έλαβε θετική απάντηση.
Μετά από τρεις μέρες εξαντλητικής οδοιπορίας ο Δαυίδ συνάντησε έναν Αιγύπτιο τον οποίο οι αμαληκίτες επειδή είχε τραυματιστεί τον παράτησαν στην έρημο δεικνύοντας έτσι την βαρβαρότητά τους. Αυτός ο Αιγύπτιος οδήγησε τον Δαύιδ στη συμμορία των Αμαληκιτών. Στη μάχη που ακολούθησε ο Δαυίδ κατατρόπωσε τους εχθρούς του και έλαβε πίσω όλα τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους.
Τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά ώστε ο Δαυίδ έστειλε δώρα σε όλους τους άρχοντες της Ιουδαίας προετοιμάζοντας έτσι την επερχόμενη βασιλεία του.
Στον πόλεμο των Φιλισταίων κατά των ισραηλιτών, οι ισραηλίτες συνετρίβησαν υπό των εχθρών τους. Οι Υιοί του Σαούλ σκοτώθηκαν μαχόμενοι και ο Σαούλ περικυκλωμένος έπεσε πάνω στην ρομφαία του και αυτοκτόνησε. Το πτώμα του το περισυνέλεξαν οι Φιλισταίοι και το περιέφεραν εξυβρίζοντάς το και ατιμώνοντας αυτό.
Αυτό ήταν το τραγικό φινάλε της βασιλείας του Σαούλ.